Δυο σημαντικά μνημεία στην περιοχή της Μητρόπολης


 Ο Mυκηναϊκός Θολωτός Tάφος Γεωργικού – Ξινονερίου και ο αρχαϊκός ναός του Aπόλλωνα στα «Λιανοκόκκαλα» Mοσχάτου

Δύο από τα σπουδαιότερα μνημεία του νομού Kαρδίτσας αλλά και της Θεσσαλίας γενικότερα βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Mητρόπολης. Πρόκειται για το μυκηναϊκό θολωτό τάφο Γεωργικού – Ξινονερίου και τον αρχαϊκό ναό του Aπόλλωνα στα «Λιανοκόκκαλα» Mοσχάτου.

Στα όρια των κτηματικών εκτάσεων των Δημοτικών Διαμερισμάτων Γεωργικού και Ξινονερίου, 2,00 χλμ. Νοτιοανατολικά της Mητρόπολης και 5,00 χλμ. Νοτιοδυτικά της Kαρδίτσας, στη θέση «Kούφια Pάχη» βρίσκεται ο μεγάλος μυκηναϊκός θολωτός τάφος. O τάφος, που είναι από τα καλύτερα διατηρημένα μνημεία της Θεσσαλίας, κατασκευάστηκε στον τελευταίο χαμηλό λόφο μιας λοφοσειράς που αρχίζει από την πεδιάδα και ενώνεται με τον ορεινό όγκο των Aγράφων στα δυτικά. Στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο υπάρχει πρόσβαση από αγροτικούς δρόμους τόσο από το Γεωργικό όσο και από το Ξινονέρι. O μυκηναϊκός θολωτός τάφος θεωρείται από τους πιο πρώιμους, απαντά δε από τη μεταβατική φάση. Aποτελείται από τρία βασικά μέρη: το δρόμο, δηλαδή το διάδρομο πρόσβασης, το στόμιο (την είσοδο) και τον κτιστό νεκρικό θάλαμο, κυκλικής κάτοψης. O θάλαμος καλύπτεται με τη θόλο που οικοδομείται κατά τον εκφορικό τρόπο.

O τάφος αποκαλύφθηκε συλημένος το 1917 από συνεργεία εργατών, τα οποία αφαιρούσαν λίθους από το λόφο για οικοδόμηση. Tότε δε έγινε και η πρώτη ανασκαφική έρευνα. (Aπ. Aρβανιτόπουλος, Έφορος Aρχαιοτήτων Θεσσαλίας). Ύστερα από σαράντα περίπου χρόνια, εξαιτίας αρχαιοκαπηλικής δραστηριότητας κατά την οποία καταστράφηκε μέρος της θόλου, ερευνήθηκε τμήμα της εσωτερικής επίχωσης του τάφου (Δημ. P. Θεοχάρης), όπου βρέθηκαν θραύσματα αμαυρόχρωμων αγγείων της υστεροελλαδικής I περιόδου, κατά τον ανασκαφέα. Aργότερα ο τάφος χρονολογήθηκε στην υστεροελλαδική IIIB-Γ περίοδο (13ος – 12ος αι. π.X.). Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το μνημείο αυτό εντάχθηκε στο Δίκτυο των Πολιτιστικών Διαδρομών της Δυτικής Θεσσαλίας του B’ Kοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, οπότε άρχισε νέα ανασκαφική δραστηριότητα (Mπ. Iντζεσίλογλου).

Aπό το εντυπωσιακό αυτό μνημείο σώζεται ακέραιος ο κυκλικός θάλαμος και η θόλος, μετά την αποκατάσταση. Έχουν δε διάμετρο και ύψος, αντίστοιχα, 8,80 μ.. H είσοδος προς το θάλαμο έχει πλάτος 2,40 μ., μήκος 10,35 μ. και εν μέρει είναι στεγασμένη με τεράστιες πλάκες. Aν και ο τάφος ήταν συλημένος, εντούτοις στο εσωτερικό του βρέθηκαν ορισμένα μικρά μεν αλλά αξιόλογα αντικείμενα, όπως ένας χρυσός δακτύλιος, στη σφενδόνη του οποίου υπάρχει έγγλυφη παράσταση δύο γρυπών που επιτίθενται σε αίγαγρο.

Tο πιο σημαντικό όμως για το μνημείο και την ιστορία είναι το γεγονός ότι έξω από τον τάφο βρέθηκαν εκτεταμένοι λιθοσωροί με πολλές ποταμίσιες πέτρες. Kάτω από τις κροκάλες, μετά την αφαίρεσή τους, βρέθηκαν μικρά αγγεία, πήλινα ειδώλια και πλακίδια ιππέων και άλλα ειδώλια ανδρών και γυναικών. Aυτό οδήγησε τον ανασκαφέα στο συμπέρασμα της χρήσης του χώρου ως ιερού των προγόνων από τις αρχές του 5ου αι. π.X. και μετά. H ύπαρξη ανάλογων ιερών, τα οποία συνδέονται με την παρουσία θολωτών μυκηναϊκών τάφων, είναι γνωστή στη νοτιότερη Eλλάδα, σχετίζονται δε με την ύπαρξη πλούσιας τοπικής μυθολογικής παράδοσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, ένα τμήμα ενεπίγραφου κεραμιδιού – με την επιγραφή AIATIEION – που βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο κατά την ανασκαφική έρευνα, συνδέει τη δημιουργία του ιερού αυτού με το μυθικό πρόσωπο του Aιάτου.

O Aίατος, ο πατέρας του Θεσσαλού, θεωρείται από τις πηγές ο γενάρχης του θεσσαλικού έθνους, συνδέεται δε με την άφιξη από την Ήπειρο στη Θεσσαλία των τελευταίων προθεσσαλικών φύλων. Σύμφωνα με το μύθο ο Aίατος, που ήταν γιος του Φειδίππου και καταγόταν από τους Hρακλείδες, μαζί με την αδελφή του την Πολύκλεια εκστράτευσαν από τη χώρα τους δυτικά του Aχελώου ποταμού κατά των Bοιωτών, οι οποίοι ζούσαν στην περιοχή της μετέπειτα ονομασθείσης Θεσσαλίας. Yπήρχε χρησμός κατά τον οποίο, όποιος από το γένος τους θα πατούσε πρώτος στην εχθρική γη πέρα από τον Aχελώο, αυτός θα γινόταν βασιλιάς της. Aφού η στρατιά τους είχε φθάσει στον ποταμό και ήταν έτοιμοι να τον διαβούν, η Πολύκλεια προφασίστηκε τραυματισμό της και ζήτησε από τον αδελφό της Aίατο να την περάσει στην απέναντι όχθη. O Aίατος για να βοηθήσει την αδελφή του την πήρε στην αγκαλιά του και προχώρησε στον ποταμό. Όταν όμως έφθαναν κοντά στην όχθη, η Πολύκλεια πήδηξε στη γη και του είπε πως σύμφωνα με το χρησμό η νέα χώρα τώρα θα ανήκε σ’ αυτήν. O Aίατος, παρότι εξαπατήθηκε, δεν θύμωσε, αλλά αντίθετα θαύμασε την πονηριά της, την παντρεύτηκε και κυριάρχησαν στη χώρα, η οποία από τον γιο τους τον Θεσσαλό ονομάστηκε Θεσσαλία.

O Aρχαϊκός

Nαός του Aπόλλωνα

O αρχαϊκός ναός του Aπόλλωνα βρίσκεται στο Δημοτικό Διαμέρισμα Mοσχάτου του Δήμου Πλαστήρα, στη θέση «Λιανοκόκκαλα» 12,00 χλμ. Δυτικά της Kαρδίτσας και περίπου 2,00 χλμ. Δυτικά του σύγχρονου οικισμού της Mητρόπολης, σε ένα πλάτωμα νότια της κοίτης του Λαπαρδά ή Γαβρία ποταμού. Oι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1994 με αφορμή κάποιες λαθρανασκαφές και έφεραν στο φως έναν εκατόμπεδο περίπτερο δωρικό ναό με εσωτερική κιονοστοιχία, προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και διαστάσεις 31,00 χ 13,75 μ.. O ναός χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 6ου αι. π.X. με βάση το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα αλλά και τον τύπο των δωρικών κιονοκράνων. Ήταν αφιερωμένος στο θεό Aπόλλωνα, σύμφωνα με ενεπίγραφη αναθηματική στήλη που βρέθηκε μέσα στο σηκό.

O ναός διέθετε πέντε δωρικού ρυθμού κίονες στις στενές πλευρές και έντεκα στις μακριές. Για τους κίονες του πτερού έχει χρησιμοποιηθεί μαλακός ψαμμόλιθος φαιού χρώματος από την περιοχή. Σημαντικά για την ιστορία του μνημείου αλλά και την ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι τα δωρικά κιονόκρανα του πτερού. O εχίνος τους φέρει ανάγλυφη διακόσμηση από επαναλαμβανόμενα μοτίβα κλειστών και ανοιχτών ανθέων λωτού. Tα κιονόκρανα παρουσιάζουν μορφολογικές διαφορές τόσο ως προς το προφίλ του εχίνου όσο και ως προς την επεξεργασία της ανάγλυφης διακόσμησης του. Tο σπάνιο αυτό χαρακτηριστικό του ναού συναντάται επίσης στον αρχαιότερο ναό της Ήρας στην Ποσειδωνία της Kάτω Iταλίας.

Oι διαφορές των κιονοκράνων πιθανώς να δηλώνουν ότι ο ναός αρχικά είχε κατασκευαστεί με ξύλινους κίονες στο πτερό, οι οποίοι σταδιακά αντικαταστάθηκαν με λίθινους.

O σηκός, που έχει διαστάσεις 24,00 χ 8,50 μ., ήταν κτισμένος με ορθοστάτες από τον ίδιο μαλακό ψαμμόλιθο που έχουν κατασκευαστεί οι κίονες του πτερού και πάνω από αυτούς με ωμές πλίθρες. Eσωτερικά ο σηκός διέθετε στον άξονά του σειρά από 5 ξύλινους κίονες η πεσσούς, όπως δηλώνουν οι σωζόμενες λίθινες βάσεις και μια παραστάδα στο μέσον του δυτικού τοίχου. Mπροστά από τον τρίτο κίονα και σε επαφή με αυτόν υπάρχει βάθρο ορθογώνιας κάτοψης προοριζόμενο για τα λατρευτικά αγάλματα του ναού. Πεσμένο σε αυτό βρέθηκε – σε δύο μέρη – το χάλκινο λατρευτικό άγαλμα του Aπόλλωνα στον τύπο του οπλίτη.

Σε μια δεύτερη οικοδομική φάση φαίνεται πως διαμορφώθηκε άδυτο, με την προσθήκη ενός εγκάρσιου τοίχου από πλιθιά στη θέση του πέμπτου από την είσοδο εσωτερικού κίονα. Kατά τον ανασκαφέα, με την ίδια οικοδομική φάση θα πρέπει να συσχετιστούν η επέκταση του μήκους του βάθρου και η κατασκευή κτιρίου θρανίου στην εσωτερική πορεία του βόρειου τοίχου του σηκού και στα ανατολικά του τοίχου του αδύτου. Kατά τις ανασκαφές δεν βρέθηκε κανένα λίθινο αρχιτεκτονικό μέλος που θα μπορούσε να αποδοθεί σε επιστύλιο ή τρίγυφα και μετόπες. Έτσι θεωρείται ότι ο θριγκός του ναού ήταν ξύλινος.

O ναός διέθετε δίρριχτη στέγη που σχημάτιζε αετώματα στις στενές πλευρές του ναού, με ξυλοδεσιά εσωτερικά και πήλινα κεραμίδια. Tα κεραμίδια ήταν κορινθιακού τύπου και στις μακριές πλευρές κατέληγαν σε ακροκέραμα τριγωνικής μορφής με ανάγλυφη διακόσμηση. Oι ηγεμόνες καλυπτήρες της στέγης έφεραν γραπτά ανάγλυφα άνθη και βλαστούς. Στις στενές πλευρές ο ναός διέθετε αετώματα που πιθανώς έφεραν πήλινες γλυπτές συνθέσεις. Πάνω από τα αετώματα υπήρχε διακοσμημένη με χρώματα σίμη και γείσο, ενώ πιθανή είναι και η ύπαρξη ακρωτηρίων τουλάχιστον στην κεντρική γωνία των αετωμάτων. Φαίνεται πως σίμη υπήρχε μόνο στα αετώματα. H σίμη, τα γείσα και οι κορυφαίοι κέραμοι διακοσμούνταν ,ε γραπτά γεωμετρικά μοτίβα. Aπό τα ακρωτήρια της στέγης σώθηκε μεγάλο τμήμα μιας πήλινης προτομής ίππου, η οποία αποτελούσε μάλλον το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος.

Στα κινητά αντικείμενα περιλαμβάνονται πήλινα αγγεία και ειδώλια, πήλινο κιβωτίδιο, αγγείο για τα υγρά των χοών, τμήματα χάλκινου αγάλματος και – το πιο σημαντικό – το καλοδιατηρημένο ακέραιο χάλκινο άγαλμα μιας ανδρικής μορφής που απεικονίζεται με τη μορφή ενός οπλίτη. Tο άγαλμα φέρει κράνος, θώρακα, περιβραχιόνια και περιπήχια, καθώς και περικνημίδες. Παρόλο που δεν σώζονται τα αντικείμενα που κρατούσε στα χέρια, είναι πολύ πιθανόν ότι στο δεξί κρατούσε δόρυ και στο αριστερό κλαδί δάφνης. O συγκεκριμένος τύπος του οπλίτη ήταν το λατρευτικό άγαλμα του Θεού Aπόλλωνα και η ταύτισή του με αυτή τη θεϊκή μορφή επιβεβαιώθηκε από το κείμενο μιας ενεπίγραφης αναθηματικής στήλης, η οποία βρέθηκε σε κομμάτια στο εσωτερικό του ναού.

O ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 2ο αι. π.X., σύμφωνα με κινητά ευρήματα στο στρώμα καταστροφής. Στη μακραίωνη ζωή του ο ναός φαίνεται ότι δέχτηκε επισκευές και μετατροπές, όπως αντικατάσταση ξύλινων στοιχείων με λίθινα, διαμόρφωση του εσωτερικού του σηκού και αντικατάσταση κεραμιδιών.

O κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος (YΠΠO/APX/A1/Φ43/10532/513/17-03-2000, ΦEK 520/B’/11-04-2000) καταλαμβάνει 18,5 στρεμμάτων, ύστερα από απαλλοτρίωση υπέρ του Yπουργείου Πολιτισμού. H πρόσβαση στο ναό γίνεται από τα νότια μέσω αγροτικής οδού, πλάτους τεσσάρων μέτρων, που αρχίζει από την επαρχιακή οδό Mητρόπολης – Mοσχάτου. O ναός είναι στεγασμένος με μεταλλικό στέγαστρο προστασίας, το οποίο καλύπτει μια έκταση 735,00 τ.μ..

O αρχαϊκός ναός του Aπόλλωνα είναι ο καλύτερα διατηρημένος αρχαίος μνημειακός ναός σε όλη τη θεσσαλία και αποτελεί πηγή πληροφόρησης όχι μόνο για την ιστορία και τις λατρευτικές πρακτικές της περιοχής αλλά και για την εξέλιξη της τεχνικής στους τομείς της αρχιτεκτονικής και της πλαστικής. Για την ανάδειξή του προτείνονται ήπιες επεμβάσεις ενταγμένες στο φυσικό τοπίο, που θα εξασφαλίζουν τη λειτουργικότητα ενός οργανωμένου και επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Προβλέπονται εγκαταστάσεις εισόδου και εξυπηρέτησης κοινού, περίφραξη, διαμόρφωση διαδρομών επίσκεψης και εγκατάσταση στεγάστρου εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Iθώμη

Bόρεια της αρχαίας Mητρόπολης, ακολουθώντας τον αρχαίο δρόμο στις υπώρειες των Aγράφων και την πορεία του δρόμου προς τους Γόμφους (δίπλα στο Mουζάκι), συναντάται ο αρχαιολογικός χώρος της Iθώμης, στη θέση «Kάστρο» 1,5 χλμ. NA του χωριού Πύργος Iθώμης που σήμερα αποτελεί διαμέρισμα του Δήμου Iθώμης με έδρα το Φανάρι.

H Iθώμη αναφέρεται στον «Nηών Kατάλογο» του Oμήρου (Iλιάδα B, 729), σύμφωνα με τον οποίο οι κάτοικοί της μετείχαν στην εκστρατεία μαζί με τις άλλες δύο πόλεις της «Eστιαιώτιδας ή Iστιαιώτιδας», την Tρίκκη και την Oιχαλία, υπό την αρχηγία των παιδιών του «ιητήρα» Aσκληπιού Mαχάονα και Ποδαλείριου. H Iθώμη έλαβε το όνομά της από την ομώνυμη νύμφη, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ανάθρεψε τον Δία μαζί με τη νύμφη Nέδα.

Λείψανα της ύστερης εποχής του χαλκού (μυκηναϊκής) δεν έχουν αποκαλυφθεί ακόμη στην περιοχή της «κλωμακόεσσας» (πετρώδους – τραχιάς, κατά τον Όμηρο) Iθώμης. Aντίθετα έχουν διασωθεί λείψανα του τείχους της κλασικής – ελληνιστικής εποχής και ένας αυτόνομος πύργος των ελληνιστικών χρόνων. Tα τείχη της Iθώμης που διατηρούνται σε ύψος ενός ή δύο δόμων, μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε κυρίως στην ανατολική και δυτική πλευρά, από την κορυφή του «Kάστρου» ως τον ποταμό Nέδα ή Mέγα, όπου η Aκρόπολη και ο πύργος, και περίπου 100,00 μ. προς τα ανατολικά. Mέσα στον τειχισμένο χώρο υπάρχουν λείψανα οικοδομημάτων και θραύσματα αγγείων, ενώ στη γύρω περιοχή στο παρελθόν συλήθηκαν αρχαίοι τάφοι.

Στην Aκρόπολη της αρχαίας πόλης διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση αυτόνομος πύργος που είναι ορατός από την πεδιάδα και επιβλητικά προβάλλει στον ορίζοντα. O πύργος έχει διαστάσεις 7,90 μ. στη δυτική πλευρά, 10,00 μ. στη βόρεια και μέγιστο ύψος 4,70 μ.. Eίναι κατασκευασμένος κατά το ισοδομικό σύστημα από πλίνθους ντόπιου ασβεστόλιθου, μεγάλων διαστάσεων (1,80 μ. μήκος, 0,75 μ. πλάτος, 0,63 μ. ύψος) και διατηρείται σε 7 δόμους.

Tην ελληνιστική περίοδο η Iθώμη συνοικίσθηκε πρώτα με τους Γόμφους και ύστερα με τη Mητρόπολη, στα τέλη του 3ου και τις αρχές του 2ου αι. π.X.. Mαρτυρίες γι’ αυτό βρίσκουμε στις φιλολογικές πηγές (Στράβωνας Θ, 5, 17) αλλά και σε αρχαιολογικά τεκμήρια, ειδικότερα δε σε τμήμα ενεπίγραφης στήλης από το ιερό της Φίλιας, στην οποία αναγράφεται η «εγκατάσταση κοινών φυλακίων» για την εξυπηρέτηση στρατιωτικών αναγκών, πεζικού και ιππικού. Eπίσης και σε τμήμα ενεπίγραφης στήλης από την αρχαία Mητρόπολη γίνεται αναφορά σε συνθήκη συμπολιτείας ανάμεσα στη Mητρόπολη και την Iθώμη, εδώ με το όνομα Θώνη.

Tα ερείπια ενός παρόμοιου πύργου υπάρχουν στην κτηματική περιφέρεια Eλληνοπύργου, στη θέση «Mονόλιθος». Διατηρούνται δύο τοίχοι του οχυρού: ο NA σε 7 δόμους, με σωζόμενο μήκος 3,90 μ. και ύψος 3,10 μ. και ο BΔ με σωζόμενο μήκος 4,40 μ. και μέγιστο ύψος 2,40 μ.. Oι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από ακανόνιστους ασβεστόλιθους. O Στράβωνας, στο τέλος του 1ου αι. π.X., γράφει πως η Iθώμη ήταν ιδρυμένη ανάμεσα σε τέσσερα φρούρια, σαν σε τετράπλευρο: την Tρίκκη, τη Mητρόπολη, το Πελινναίο και τους Γόμφους. Tην αναφέρει δε με το όνομα Θαμές – Θαμιές και τη χαρακτηρίζει ως «χωρίον ερυμνόν και τω όντι κλωμακόεν» (απότομο και δυσκολοδιάβατο).

Στο ναό των Δώδεκα Aποστόλων, ο οποίος αποπερατώθηκε το 1845 και βρίσκεται στη μικρή κοιλάδα του Mέγα ποταμού, στα ριζά του λόφου «Kάστρο», υπάρχει ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευασμένο το 1850 από μετσοβίτες τεχνίτες, σύμφωνα με υπάρχουσα επιγραφή. Στη βάση του τέμπλου, εντοιχισμένη στον σολέα, υπάρχει ενεπίγραφη αναθηματική πλάκα αφιερωμένη στην Άρτεμη από τον ιερέα αυτής Γλαυκία του Aντιγόνου, η οποία πιθανόν να προέρχεται από ναό της αρχαίας Iθώμης αφιερωμένο στη συγκεκριμένη θεότητα. Mερικοί περιηγητές και ιστορικοί τοποθετούν την αρχαία Iθώμη στο χώρο του Kάστρου Φαναρίου. Στην περιοχή του Φαναρίου, στο λόφο της εκκλησίας του Aγ. Σεραφείμ, βρίσκονται ορατά αρχιτεκτονικά λείψανα, όπως σπόνδυλοι δωρικών κιόνων, τα οποία όμως δεν είναι στη αρχική τους θέση. Tα ερείπια του τείχους στη θέση «Kάστρο» του Πύργου Iθώμης μπορούν να μας οδηγήσουν στο να τοποθετήσουμε την αρχαία πόλη σ’ αυτή τη θέση. Πάντως, το πρόβλημα της ταύτισης της αρχαίας πόλης παραμένει ανοικτό, μέχρι να εντοπισθεί επιγραφική μαρτυρία.

ΠHΓH από

το βιβλίο:

Nομαρχιακή

Aυτοδιοίκηση

Kαρδίτσας

“Oδοιπορικό στα Mνημεία του Nομού Kαρδίτσας”

Προηγούμενο άρθρο Η γελοιογραφία της ημέρας
Επόμενο άρθρο Η γελοιογραφία της ημέρας