ΚΑΡΠΟΧΩΡΙ «ΓΚΕΡΜΠΕΣΙ» ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ: Ο αρκουδιάρης Γύφτος και ο καλλίφωνος μάστορας


Οι Αθίγγανοι ήλθαν στα Βαλκάνια ακολουθώντας τους Οθωμανούς στις πρώτες κατακτήσεις τους στις αρχές του 16ου αι. Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στη σημερινή Θράκη και σιγά – σιγά σε όλη την Ελλάδα. Στον οθωμανικό στρατό οι Αθίγγανοι προσέφεραν υπηρεσίες στα μετόπισθεν όπως η ρυμούλκηση πυροβόλων, η κατά­σκευή ή επιδιόρθωση δρόμων και η μετα­φορά εφοδίων.

Στο χωριό μου το Γκέρμπεσι, σημερινό Καρποχώρι, τα καλοκαίρια οι γύφτοι κατασκήνωναν έξω από το χωριό (στην περιφέρεια) για πολλές ημέρες. Στήνανε τις σκηνές, έστρωναν και  κανένα παλιό τσόλι, αν είχανε, και κοιμότανε όλοι, μικροί και μεγάλοι, μέσα και έξω από τη σκηνή.

Το πρωί, φόρτωναν στα κάρα τους γαλίκια, κανίστρες,, καλάθια κ.λπ. τα οποία έπλεκαν μόνοι τους από καλάμια ή λυγαριές και γύριζαν σε όλο το χωριό φωνάζοντας πότε πότε: «Γαλίκια, κανίστρες, καλάθια έχω!…»

Το χωριό ήταν σε επιφυλακή διότι πάρα πολλές γύφτισσες, πότε δήθεν για να δείξουν τη μοίρα και πότε με διάφορα άλλα τερτίπια, αποσπούσαν την προσοχή και έκλεβαν ό,τι θεωρούσαν χρήσιμο.

Πολλοί από τους γύφτους ήταν οργανοπαίκτες και τα βράδια στον καταυλισμό τους το τραγούδι και ο χορός έδινε και έπαιρνε.

 

 

 

 

Ο αρκουδιάρης Γύφτος

Τότε τα καλοκαίρια (πολλές φορές) μας επισκέπτονταν και ο αρκου­διάρης με την αρκούδα. Στην τρυπημένη μύτη της υπήρχε μια σιδερένια κρικέλα στην οποία ο αρκουδιάρης είχε δεμένο ένα σχοινί ή αλυσίδα (υπήρχε και άλλο σχοινί που την είχε δεμένη από το κεφάλι). Με αυτό ανάγκαζε την αρκούδα να υπα­κούει και να κάνει αυτά που της είχε μάθει. Την έσερνε από τη μύτη, μ’ άλλα λόγια. Όταν λοιπόν ο γύφτος ρω­τού­σε την αρκούδα «πως κοιμάται ο γέ­ρος με την γριά;» αυτή ξάπλωνε κατά­γής και προσποιούνταν ότι κοιμό­ταν.

Συνήθως ο αρκουδιάρης τρα­γου­­δούσε και η αρκούδα σηκωμέ­νη με τα μπροστινά πόδια χόρευε ρυθμικά με τα πίσω της. Όταν έφευγε από το ένα σπίτι να πάει στο άλλο, στο δρόμο αμέτρητοι πιτσιρικάδες τον ακολου­θούσαν από πίσω.

Τότε, πολλές φορές ο αρκουδιάρης, για να γελάσει με το φόβο τους, τράβαγε το σχοινί της αρκούδας και την ανάγκαζε να γυρίσει προς τα πίσω. Μ’ αυτή την κίνηση της αρκούδας δημιουργούνταν ένας μικροπανικός, οπότε η απότομη στροφή της αρκούδας και το τρέξιμο των πιτσιρικάδων, σήκωναν σύννεφο τον κουρνιαχτό, που ήταν άφθονος στους δρόμους. Αυτός ο αρκουδιάρης είχε επισκεφθεί το χωριό μας κι άλλα καλοκαίρια, γι’ αυτό και γνώριζε τις γειτονιές, καθώς και τις νοικοκυρές που δεν δέχονταν να χορέψει η αρκούδα στην αυλή τους.

Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής εκείνης «δεκαετία του ’50» οι μαστόροι, όταν τελείωναν το κτίσιμο των τοίχων του σπιτιού με «πλιθιά», έφτιαχναν στη συνέχεια την τσιατή (στέγη). Πριν όμως «μπουν» τα κεραμίδια τέντωναν και ένα σχοινί από τη μια ως την άλλη άκρη του κορφιάτη (κορυφή της στέγης). Σ’ αυτό το σχοινί, άπλωναν και κρεμούσαν τα δώρα που τους πρόσφεραν οι συγγενείς του σπιτονοικοκύρη. Αυτή η διαδικασία λέγονταν «κρεμάνε μαντήλια» στο καινούργιο σπίτι του Π.Κ.

Πρώτος πρόσφερε δώρο ο νοικοκύρης στον αρχιμάστορα κάμσο (πουκάμισο) και στους υπόλοιπους μαστόρους τσιρέπια (κάλτσες) και πετσέτες. Οι συγγενείς του σπιτονοικοκύρη πρόσφεραν συνήθως στους μαστόρους πετσέτες ή μαντήλια.

Ο αρχιμάστορας ή ένας καλλίφωνος και φροντόφωνος μάστορας παίρνοντας το δώρο, όταν το κρεμούσαν στο σχοινί, άρχιζε να απαγγέλλει μουσικά το παρακάτω τραγούδι, ενώ οι υπόλοιποι μαστόροι χτυπούσαν με τα σκεπάρνια τους επίτηδες πάνω στα πέταυρα (σανίδια).

«Καλωσόρισε το δώρο π.χ. του Χρήστου Μαντά που πρόσφερε στους μαστόρους, για την αγάπη του αφεντικού μας. Όσα λουλούδια στους αγρούς και φύλλα από τα δέντρα τόσα καλά και αγαθά να του χαρίζει ο Θεός… και ευχαριστούμε για το δώρο του»!

Ο αρκουδιάρης τραγουδούσε και η αρκούδα χόρευε σε απόσταση 100 περίπου μέτρων από το σπίτι που «κρεμούσαν μαντήλια». Άκουσε τον καλλίφωνο μάστορα να απαγγέλλει μουσικά το τραγούδι και πήγε μισοτρέχοντας να δει τι συμβαίνει σε εκείνο το σπίτι, και κυρίως αυτόν που τραγουδούσε.

Τα μαντήλια διαδέχονταν το ένα μετά το άλλο και ο τραγουδιστής μάστορας για το κάθε μαντήλι έλεγε το ίδιο τραγούδι αλλάζοντας μόνο το όνομα του δωρητή. Ο αρκουδιάρης είχε αφοσιωθεί στον μάστορα που τραγουδούσε. Κάποια στιγμή λέει στον Κώστα, ήταν βοηθός στους μαστόρους «λασπάς».

Ωραία τραγουδάει αυτός ο μάστορας… Σ’ αρέσει ε; του λέει ο Κώστας γελώντας. Πες στον μάστορα να μου δώσει ένα μαντήλι και μένα να το βάλω στην αρκούδα. Άκουσε ο μάστορας (είχε σταματήσει το τραγούδι) και του λέει: Τραγούδα ένα καλό τραγούδι να χορέψει η αρκούδα και θα σου δώσω.

Γεμάτος από χαρά ο αρκουδιάρης αρχίζει να τραγουδά με πάθος: «Το Βουνό». «Με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα πεύκα συντροφιά…» Μπράβο, του λέει ο μάστορας και του πετάει ένα μαντήλι. Το παίρνει ο γύφτος και το δένει λίγο πιο κάτω από το αυτί της αρκούδας, απ’ το Γιορντάνι (περιδέραιο) στο λαιμό και συνέχισε την περιοδεία του. Μπαίνει στην αυλή της κυρά Γιώργαινας και αρχίζει να τραγουδά και η αρκούδα να χορεύει.

Βγαίνει έξω απ’ το σπίτι η κυρά Γιώργαινα βλέπει την αρκούδα να έχει δεμένο μαντήλι στο λαιμό κι έβαλε τα γέλια. «Γιατί φοράς ρε Δημήτρη (τον γνώριζε απ’ τα προηγούμενα χρόνια) μαντήλι στην αρκούδα;» «Είχαν πολλά μαντήλια σε κείνο το καινούργιο σπίτι και μου το ’δωσαν. Δεν την κάνει πιο όμορφη;» «Την κάνει, την κάνει»…

Ο αρκουδιάρης καμάρωνε που τον γνώρισε η Γιώργαινα και, για να την ευχαριστήσει τραγούδησε δυο τραγούδια που τα χόρεψε η αρκούδα. Η Γιώργαινα παίρνει ένα σκτέλι «σκουτέλι» (πήλινο βαθύ πιάτο) πάει στο σωρό που ήταν το σιτάρι, το γεμίζει, το κόβει με την παλάμη της να είναι γεμάτο, αλλά να μην ξεχειλίζει, και ρωτάει τον αρκουδιάρη. «Που το έχεις το γομάρι να ρίξω στο σακούλι το σιτάρι;» «Πάει το γομάρι θεια… ψόφησε προχθές». «Εμ τι θα έκανε, λέει η Γιώργαινα, αφού το αφήσατε νηστικό, ψόφησε απ’ την πείνα». «Όχι! Όχι! Δεν ψόφησε απ’ την πείνα… αρρώστησε πρώτα και μετά ψόφησε…».

 

Γράφει ο Παναγιώτης Ε. Κουρτεσιώτης

 

Προηγούμενο άρθρο Θα κλείσουν... "τρύπες" με τις επιδοτήσεις οι Καρδιτσιώτες αγρότες
Επόμενο άρθρο Συνεδριάζει το Δημοτικό Συμβούλιο Σοφάδων