Καρποχώρι «Γκέρμπεσι» Καρδίτσας. Το πανηγύρι του χωριού – Του Παναγιώτη Ε. Κουρτεσιώτη


 

Για τους καμπίσιους οι θρησκευτικές γιορτές ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία για γλέντι και ξεφάντωμα. Το «Γκέρμπεσι» σημερινό Καρποχώρι, πανηγυρίζει στις 9 Μαιου, του Αγίου Νικολάου του Νέου του εν Βουνένοις. Ανήμερα της γιορτής του Αγίου, οι άνθρωποι πήγαιναν στην εκκλησία να λειτουργηθούν. Ύστερα έβγαιναν στον περίβολο ή στην πλατεία του χωριού κι έστηναν χορό. Χόρευαν όλοι, άντρες και γυναίκες, ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης.

Συνήθως έφτιαχναν δύο κύκλους. Οι άντρες χόρευαν στον μπροστινό κύκλο και οι γυναίκες στον πίσω. Οι οργανοπαίκτες όρθιοι στο κέντρο του κύκλου έπαιζαν κι ακολουθούσαν με μικρά βήματα τους χορευτές στο γύρο τους. Εκείνος που έμπαινε πρώτος στο χορό, έλεγε στους οργανοπαίκτες ποιο τραγούδι να του παίξουν και συγχρόνως έβγαζε ένα χαρτονόμισμα και το κολλούσε στο κούτελο (μέτωπο) ενός οργανοπαίκτη, συνήθως του βιολιτζή.

Στο πανηγύρι έρχονταν άνθρωποι διάφοροι: παγωτατζήδες, καραμελάδες με τους ταβλάδες τους, φωτογράφοι κ.λπ. Εκείνη τη χρονιά είχαν έρθει δύο φωτογράφοι.

Ο πλανόδιος (υπαίθριος) φωτογράφος κύριος Κώστας στη δεκαετία του ’50 έβγαζε μεροκάματο κάνοντας πιάτσα στη πλατεία της Καρδίτσας, και γυρνώντας στα χωριά με τη μηχανή στην πλάτη.

Ήταν άνθρωπος ευγενής, πάντα χαμογελαστός, ακούραστος και με μεγάλη υπομονή. Η μηχανή του ήταν ένα ξύλινο τετράγωνο κουτί (σκοτεινός θάλαμος ή κάμερα) που στηρίζονταν σε τρίποδο. Πίσω από το κουτί ήταν ένα μαύρο κάλυμμα από ύφασμα που χωρούσε το μισό κορμί του, όταν φωτογράφιζε. Μέσα στο κουτί είχε τα μικρά μεταλλικά σκαφάκια με τα υγρά, μέσα στα οποία κουνούσε το χαρτί μέχρι να «ζωντανέψει» η φωτογραφία. Μετά σκούπιζε το χαρτί με πετσέτα, το έπλενε με καθαρό νερό μέσα στον κουβά και αφού στέγνωνε παρέδιδε έτοιμη τη φωτογραφία.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα, λοιπόν, ήταν ότι εμφάνιζε και τύπωνε τη φωτογραφία μέσα σε λίγα λεπτά, στον τόπο που βρίσκονταν.

Ο κυρ Κώστας φωτογράφιζε με μεράκι. Μπορούσε να φωτογραφήσει τις φάτσες μέσα σε καρδιές κι από κάτω να ’ναι γραμμένο «Οικογενειακόν ενθύμιον», «Δημοτικόν Σχολείον» ή «Ενθύμιον αγάπης» κ.λπ.

Ο Μανώλης ήταν το τρίτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας. Πήγε στο δημοτικό σχολείο μέχρι την τρίτη τάξη. Οι δάσκαλοι τότε «οι περισσότεροι» ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τους μαθητές. Ο Μανώλης ήταν ένας απ’ τους μαθητές που ο δάσκαλος ξεσπούσε σχεδόν καθημερινά πάνω του χτυπώντας τον αλύπητα. Δεν άντεξε αυτό το συνεχές μαρτύριο διέκοψε, και δεν ξαναπήγε στο σχολείο. Στα δεκαεννιά του χρόνια ο Μανώλης βρέθηκε να είναι ερωτευμένος με την Τασούλα. Η Τασούλα ήταν μια καλοκαμωμένη και καλόκαρδη κοπέλα. Φορούσε καραγκούνικη φορεσιά κι ήξερε να περπατάει με το κεφάλι ψηλά. Ανταποκρίθηκε στα αισθήματα του Μανώλη και ήταν και οι δυο τους ευτυχισμένοι. Όμως η σχέση τους κάποια μέρα έπεσε στην αντίληψη του πατέρα της κοπέλας και έγινε χαμός… Η Τασούλα έφαγε το ξύλο της χρονιάς, ξύλο έφαγε και η μάνα με την κατηγορία ότι ήξερε για τη σχέση, αλλά έκανε πλάτες στην κόρη της.

Την άλλη μέρα στα καφενεία και στα πηγαδάκια συζητούσαν για το άγριο ξύλο που έφαγαν η Τασούλα και η μάνα της. Κανένας όμως, κανένας απολύτως, δεν συμμερίστηκε την αγάπη των δύο νέων.

Μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της Τασούλας και της μάνας της ο Μανώλης ήταν πολύ πικραμένος. Σαν να μην έφθανε όμως αυτό, του έφεραν και το χαρτί να καταταγεί στο στρατό να υπηρετήσει τη θητεία του. Στο πανηγύρι λοιπόν το είχε αποφασίσει πριν από πολλές μέρες να βγάλει μια καλή φωτογραφία να τη δώσει στην Τασούλα για να τον θυμάται.

Εκεί που σταματούσε με το φίλο του τον Κώστα και βλέπανε το χορό, γυρίζει και του λέει: Κώστα… να πάμε να βγάλω τη φωτογραφία που σου ’λεγα; Πάμε, του λέει ο Κώστας.

Πλησιάζοντας κοντά στον φωτογράφο, τον ρωτάει ο Μανώλης. Μπορείς να μου βγάλεις μια καλή και καθαρή φωτογραφία απ’ τη μέση και πάνω μέσα σε καρδιά; Βεβαίως, του απαντά ο φωτογράφος, έλα εδώ… και να κοιτάζεις σ’ αυτό εκεί το σημείο. Όταν σου πω ακίνητος δεν θα κουνιέσαι καθόλου. Κατάλαβες; Κατάλαβα, του λέει ο Μανώλης.

Με το ακίνητος ο Μανώλης σχεδόν τρομοκρατήθηκε, άλλαξε έκφραση και η φωτογραφία, όταν βγήκε δεν του άρεσε. Γυρίζει αγριεμένος προς τον φωτογράφο και τον ρωτάει. Τι φωτογραφία είναι αυτή; Κάνει αυτή η φωτογραφία για ενθύμιο; Θα μου βγάλεις άλλη, αλλά πρόσεχε… όχι σαν αυτή. Βγάζει ο φωτογράφος και τη δεύτερη φωτογραφία, την βλέπει ο Μανώλης και γίνεται «έξω φρενών». Άρχισε να βρίζει τον φωτογράφο και να του λέει: Τι φωτογράφος είσαι συ… Είσαι φωτογράφος!.. Ούτε για γελαδάρης δεν κάνεις… και πολλά άλλα.

Ο κόσμος που παρακολουθούσε το χορό βλέποντας τον Μανώλη να είναι «έξω φρενών» άφηνε το χορό και πήγαινε προς το μέρος που γινόταν η φασαρία. Ένας θείος του Μανώλη, αδερφός του πατέρα του, πήγε κοντά του, τον καθησύχασε, του είπε να πληρώσει τις φωτογραφίες κι έφυγαν.

Πηγαίνοντας λίγα μέτρα πιο πέρα τον ρωτάει ο θείος του. Καλά ρε Μανώλη… Πού τον ήξερες αυτόν τον φωτογράφο εσύ; Τον ήξερες; Αφού δεν τον ήξερες γιατί πήγες σ’ αυτόν και δεν πήγες στον άλλον που τον ξέρουμε χρόνια τώρα όλοι οι χωριανοί.

Αλλάξανε φωτογράφο. Πήγανε στον κυρ Κώστα. Του λέει ο Μανώλης, θέλω η φωτογραφία να είναι απ’ τη μέση και πάνω και να είναι μέσα σε καρδιά… Μάλιστα, νεαρέ μου, θέλεις να γράφω και «Ενθύμιον αγάπης»; Έλαμψε το πρόσωπο του Μανώλη από χαρά, ναι, ναι έτσι να γράψεις. Έβαλε το Μανώλη να πάρει πόζα και τράβηξε τη φωτογραφία. Όταν την έδωσε και την πήρε στα χέρια του ο Μανώλης πετούσε στα σύννεφα. Αυτή είναι φωτογραφία, αναφώνησε.

Ο θείος του ρώτησε τον φωτογράφο. Τι πιστεύεις κυρ Κώστα εσύ να έφταιξε με τον άλλον φωτογράφο και κόντεψε να τον βαρέσει ο Μανώλης; Και ο κυρ Κώστας χαμογελώντας, του απαντάει. Άκουσε να δεις!.. Η αλήθεια είναι ότι ο Μανώλης (όπως οι περισσότεροι άνθρωποι) νοιώθουν αμήχανα όταν γνωρίζουν ότι φωτογραφίζονται, και η αμηχανία αποτυπώνεται στη φωτογραφία. Για να έχει επιτυχία η στάση πρέπει να τραβάς όταν δεν το περιμένει ο πελάτης, έτσι βγαίνει φυσική… Έτσι ήταν ο κυρ Κώστας ειλικρινής, ταπεινός και καλόκαρδος άνθρωπος.

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο «Ξεπαγώνουν» οι μόνιμες προσλήψεις ιατρών – Όπως δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας κ. Β. Κοντοζαμάνης
Επόμενο άρθρο Οι προδότες - Γράφει ο Σωκρ. Βασιλάκος