Ειδήσεις

Ανοιχτή επιστολή για τα έργα της Θεσσαλίας και τον Αχελώο


Παρακολουθούμε τον διάλογο που αναπτύσσεται τις τελευταίες ημέρες γύρω από τα μείζονα προβλήματα της Θεσσαλίας που αφορούν σε όλη την μεταπολεμική πορεία ανάπτυξης, στα υδατικά και οικολογικά θέματα, στον πρωτογενή τομέα, στην ηλεκτρική ενέργεια αλλά και στο μέλλον όλων των παραπάνω.

Μας έχουν εντυπωσιάσει οι μηδενιστικές και απαξιωτικές  απόψεις για ότι έγινε έως σήμερα, η μονομερής κριτική και η αναζήτηση ενόχων, θέσεις που εκπορεύονται από τα κυβερνόν κόμμα με την ευκαιρία της αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης του 2014.Ακουσαμε γενικές αναφορές σε «προβληματικά» έργα, σε στρεβλή ανάπτυξη, σε παραγωγικά αδιέξοδα, σε ανυπαρξία αρδευτικών έργων στον κάμπο, στα έργα του Αχελώου που υποτίθεται δεν υλοποιήθηκαν και άλλα πολλά.

Κατ’ αρχήν θα πούμε πως η αποσπασματική παρουσίαση της ιστορίας αποτελεί παραχάραξη.  Ποια είναι η πραγματικότητα ;

Αμέσως μετά τον πόλεμο (1955) ένα από τα πρώτα σημαντικά έργα πολλαπλού σκοπού στη χώρα μας (άρδευση, ύδρευση, παραγωγή ενέργειας) έγινε στην περιοχή μας.  Έτσι  η λεκάνη Πηνειού ενισχύεται εδώ και μισό αιώνα από την γειτονική λεκάνη Αχελώου κατά 100-150 εκ. κ.μ. ετησίως μέσω του Ταμιευτήρα Ν. Πλαστήρα, καλύπτοντας  το 7-10% των σημερινών αναγκών μας.

Το έργο αυτό στη ουσία έδειξε το δρόμο και ακολούθησε ο σχεδιασμός (δεκαετία 1970) των έργων Άνω Αχελώου και ειδικότερα : στη Μεσοχώρα (αμιγώς υδροηλεκτρικό που έχει σχεδόν ολοκληρωθεί από το 2001, το 2014 έληξε η δικαστική εμπλοκή στο ΣτΕ και προ ημερών εκδόθηκε η νέα αδειοδότηση του), στη Συκιά (ημιτελές έργο πολλαπλού σκοπού) καθώς και η σήραγγα μεταφοράς προς λεκάνη Πηνειού (ομοίως ημιτελές, εκτελεσμένο σε ποσοστό 85% από το 2006).

Παράλληλα υλοποιήθηκαν ο ταμιευτήρας Σμοκόβου (άρδευση, ύδρευση, μικρό υδροηλεκτρικό), ο ταμιευτήρας της Κάρλας (τροφοδοτούμενος κατά 70% από εκτροπή υδάτων του Πηνειού) και άλλα μικρότερα (Γυρτώνη, Ληθαίος – ημιτελές κ.ο.κ.).

Η κεντρική ιδέα αυτού του προγραμματισμού υπήρξε απολύτως ορθή και επιβεβλημένη στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης της χώρας και του πρωτογενούς τομέα της, δεδομένου ότι και σήμερα ακόμη οι περιβαλλοντολογικές ορθές λύσεις για τα υδατικά θέματα αναζητούνται σε έργα ταμίευσης αξιόλογου όγκου επιφανειακών υδάτων.

Η πολιτική αυτή συμπληρώθηκε με τη ανάπτυξη ενός σωστά μελετημένου προγράμματος ανόρυξης γεωτρήσεων σε επιλεγμένα σημεία, με σαφείς όμως απαγορεύσεις εκεί όπου υπήρχε περιορισμένη υδροφορία, έτσι ώστε να μην επηρεαστεί η οικολογική ισορροπία. Τέλος υπήρξαν κατά καιρούς προσπάθειες  εξοικονόμησης νερού (Ευρωπαϊκά προγράμματα κ.α.) χωρίς όμως σταθερότητα και συνέπεια στην εφαρμογή.

Προφανώς καθ’ όλη αυτή την πορεία υπήρξαν παραλείψεις, σφάλματα και παθογένειες για τα οποία ο χώρος δεν μας επιτρέπει αναλυτική αναφορά.  Το πιο καθοριστικό κατά την άποψή μας, κάτω από την πίεση των αναγκών αλλά και για πελατειακούς λόγους, ήταν η παραβίαση της περιοριστικής  πολιτικής που είχε καθοριστεί στην αξιοποίηση των υπόγειων υδάτων, τα οποία άρχισαν ως  συμπληρωματικό στοιχείο κάλυψης των αναγκών, κατέληξαν όμως να στηρίζουν ουσιαστικά τη γεωργία σε ποσοστό πάνω από 70% και τις υδρεύσεις κατά 90%. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1975 υπήρχαν μόνο 6.871 γεωτρήσεις ενώ σήμερα βρισκόμαστε κοντά στις 33.000 (νόμιμες και νομιμοποιημένες), με συνολικό ύψος επένδυσης περίπου 1 δις ευρώ (!) που το μεγαλύτερο μέρος τους καλύφθηκε από τους ίδιους τους αγρότες.

Με τις πρακτικές αυτές οδηγηθήκαμε σε υποβάθμιση όλων των υδάτινων σωμάτων και την πρόκληση σημαντικής οικολογικής ζημίας.  Παράλληλα το πρόβλημα επέτειναν οι συνεχείς καθυστε-ρήσεις στην υλοποίηση των αντίστοιχων έργων ταμίευσης και η υποτίμηση της ανάγκης  ωρίμανσης (ακόμη και σήμερα) άλλων σημαντικών ταμιευτήρων (Μουζάκι, Παλαιοδερλί κλπ), σε συνδυασμό και με τη λυσσαλέα προσπάθεια οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών  συμφερόντων να μπλοκάρουν τα έργα επιφανειακής ταμίευσης στους ορεινούς και ημιορεινούς όγκους κυρίως στην υδατική λεκάνη του Αχελώου.

Συνεπώς στις περασμένες δεκαετίες έγιναν πολλά και  σημαντικά έργα, χωρίς όμως να καλύψουν το σύνολο των αναγκών. Σε κάθε περίπτωση δικαιώνεται η λογική ότι τα έργα ταμίευσης πρέπει να γίνουν και στις δύο θεσσαλικές λεκάνες (Αχελώου και Πηνειού). Δεν  μας φταίει επομένως ο σχεδιασμός για τα έργα ταμίευσης για τη σημερινή κατάσταση, αλλά οι συνήθεις στον τόπο μας παθογένειες υλοποίησης, όπως οι απαράδεκτα χαμηλοί ρυθμοί υλοποίησης των έργων, οι «πελατειακές» παρεκκλίσεις, η απουσία ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου διαχείρισης και υλοποίησης του σχεδιασμού για τα ύδατα, κάτι που ακόμα και σήμερα αποτελεί ζητούμενο. Αυτή είναι συνοπτικά η πραγματικότητα την οποία στο ΣΥΡΙΖΑ κάνουν ότι αγνοούν. Ξεχνούν επίσης ότι ο προαναφερόμενος σχεδιασμός ως κεντρικές πολιτικές επιλογές, υποστηρίχθηκαν διαχρονικά από ευρύτατες πλειοψηφίες σε όλα τα  επίπεδα της Αυτοδιοίκησης, του ΤΕΕ, του ΓΕΩΤΕΕ, των  αγροτικών και συνεταιριστικών φορέων και φυσικά των κομμάτων της Ελληνικής Βουλής. Αυτοί άλλωστε οι συσχετισμοί διαμόρφωσαν εντός και εκτός της Βουλής μια εκπληκτική και σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα συσπείρωση γύρω από ένα συγκεκριμένο στόχο.

Εάν επομένως το σημερινό κυβερνόν κόμμα, που με τόση μαχητικότητα υποστηρίζει τον αποκλεισμό (ή μήπως την κατεδάφιση;) των έργων ταμίευσης στην λεκάνη του Αχελώου πιστεύει ότι δεν υπάρχει σήμερα αυτή η πλειοψηφία, ας φέρει το ζήτημα στην Βουλή ώστε να λάβει έγκριση από την Εθνική Αντιπροσωπεία. Τέτοιες στρατηγικές αποφάσεις δεν μπορούν να λαμβάνονται ερήμην της Εθνικής Αντιπροσωπείας, η οποία μέχρι σήμερα τις έχει εγκρίνει με συντριπτικές πλειοψηφίες. Είναι ανεπίστρεπτο έτι περαιτέρω να ανατραπούν με διοικητικές διαδικασίες μέσω των Σχεδίων Διαχείρισης για τις οποίες δεν τηρήθηκε ούτε η επιστημονική δεοντολογία (δόθηκε υπουργική εντολή στους μελετητές να μην λάβουν υπόψη τα υφιστάμενα έργα) ούτε κατ’ επέκταση τηρείται η δημοκρατική επιταγή της διαβούλευσης. Άραγε την Δημοκρατία την θεωρούνε μια διαδικασία αλά καρτ;

Ακόμη, παρατηρώντας αυτή την κινητικότητα και τις υποσχέσεις των τελευταίων ημερών, μας εντυπωσιάζει ότι, μετά από σχεδόν τρία χρόνια στη εξουσία,  ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα μόλις  ανακάλυψε ότι υπάρχουν προτάσεις για έργα στο Νεοχωρίτη, στην Πύλη κλπ. Για την ιστορία θα αναφέρουμε ότι όλα τα στοιχεία για τα περιφερειακά έργα της λεκάνης Πηνειού καθώς και τα συμπεράσματα σχετικής επιστημονικής εκδήλωσης τους ΤΕΕ ΚΔΘ, ο τότε Πρόεδρός του κ. Ντίνος Διαμάντος και η ΕΘΕΜ τα είχαμε παραδώσει ιδιοχείρως τον Ιανουάριο 2014 στον ίδιο τον γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ κ. Βίτσα, ώστε να τα συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους.  Δυστυχώς όμως τόσον καιρό δεν καταπιάστηκαν με τα χρήσιμα αυτά έργα και τώρα υποκριτικά  τα «εξαγγέλλουν», χωρίς όμως να έχουν  κάνει ούτε καν στοιχειώδη προεργασία για την ωρίμανση τους. Περιττό να αναφέρουμε ότι ούτε σκέψη για έναν αναπτυξιακό σχεδιασμό που θα περιλαμβάνει και αύξηση των αρδευόμενων εκτάσεων. Με όλα αυτά δικαιούμαστε να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τις πραγματικές τους προθέσεις. Θεωρούμε ανειλικρινή την τοποθέτηση του κ. Φάμελλου ότι δήθεν επιθυμεί ο πρωτογενής τομέας να αποτελέσει «βασικό μοχλό ανάπτυξης» για τη Θεσσαλία, κατά μείζονα λόγο όταν το «σχέδιο» του (1,3 δις ευρώ και ανώριμα έργα μακροπρόθεσμης προοπτικής) είναι πρακτικά ανεφάρμοστο και η Θεσσαλία κινδυνεύει να μείνει χωρίς νερό.

Εκτιμούμε πως τίποτε πια δεν έχουμε να περιμένουμε από  τον κ. Φάμελλο ούτε από τη διαβούλευση για την αναθεώρηση του Σχεδίου του 2014, την οποία  ο ίδιος  άνοιξε και ουσιαστικά την έκλεισε με τις ανεφάρμοστες, επικοινωνιακού τύπου, προτάσεις τους. Ομοίως επικοινωνιακής και μόνο αξίας είναι και τα περί δήθεν «Αναπτυξιακού Συνεδρίου» προσεχώς στην Θεσσαλία.  Ως Θεσσαλοί οφείλουμε να μην παγιδευτούμε σε ψεύτικα διλήμματα και σε μηδενιστικού τύπου αντιπαραθέσεις, αλλά να δούμε καθαρά το πραγματικό διακύβευμα που συμπυκνώνεται στο όραμά μας για τον πρωτογενή τομέα, στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων παραγωγής καθαρής υδροηλεκτρικής ενέργειας, στην απόκρουση των κινδύνων ερημοποίησης της περιοχής μας. Αυτά είναι τα πραγματικά διακυβεύματα που η άλλη πλευρά επιδιώκει να «εκφυλίσει» σε μια ρηχή, δημοψηφιστικού χαρακτήρα, ως συνηθίζει, αντιπαράθεση ΝΑΙ/ΟΧΙ στην Εκτροπή του Αχελώου, η οποία οδηγεί σε ένα ΟΧΙ στην ανάπτυξη της Θεσσαλίας.

 

Γιάννης Καλλές, δικηγόρος, Πρόεδρος Εταιρίας Θεσσαλικών Μελετών (Ε.ΘΕ.Μ.)

Ανθούλα Βασ. Αναγνωστοπούλου, πολιτικός μηχανικός με ειδίκευση στη Διαχείριση Υδάτων, μέλος του Δ.Σ. και της επιστημονικής επιτροπής της Ε.ΘΕ.Μ.

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο Ξεδιπλώθηκαν σελίδες του παρελθόντος και της ιστορίας στους Σοφάδες
Επόμενο άρθρο Διεκδικούμε μαζική κατασκευή φοιτητικών εστιών