Ειδήσεις

Δ. Μπαϊρακτάρης: Ο αστυνομικός που οργάνωσε το 1896 την ασφάλεια των Ολυμπιακών αγώνων


Ο Δημήτρης  Μπαϊρακτάρης σφράγισε ανεξίτηλα με την παρουσία του μια ολόκληρη εποχή.  Γεννήθηκε το 1883 στο Αγρίνιο και ήταν γόνος Σουλιώτικης οικογένειας. Κατατάχθηκε στον στρατό το 1884 και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός πεζικού. Διακρίθηκε για τη γενναιότητα και το επιτελικό του πνεύμα στην Κρητική επανάσταση, στο Θεσσαλικό πόλεμο αλλά και ως υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας.

Βεβαίως στην εποχή του η Αστυνομία δεν είχε να αντιμετωπίσει όμοια με τα σημερινά προβλήματα, όπως αυτά της τρομοκρατίας ή των τροχονομικών ελέγχων (σημ: ελλείψει αυτοκινήτων). Υπήρχαν όμως και τότε τα ναρκωτικά, προαγωγοί-προστάτες, κλέφτες (ή αλλιώς λαχανάδες) και άλλα κοινωνικά παράσιτα που χαρακτηρίζονταν από υπόγειες συνήθειες, όπως το στραβό περπάτημα (κουτσαβάκια), η μαγκιά, τα βαριά κομπολόγια και τα ανάρριχτα σακάκια. Μιλάμε για εποχές που η γαλλική αργκό τα στριφτά μουστάκια και τα δίχρωμα μυτερά παπούτσια ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις για την σουλάτσα ενός «ε ντε λα μαγκέ» στα στενά του Μοναστηρακίου, του Ψυρρή και στους τεκέδες της όμορφης Αθηναϊκής πλάκας. Οι «τσαμπουκάδες» τα μαχαιρώματα και οι οδομαχίες με κουμπούρια είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο, είτε γιατί κάποιος πάτησε «κατά λάθος» το συρόμενο ζωνάρι ενός μάγκα είτε γιατί γλυκοκοίταζαν την «γκόμενα» του. Όσο αστεία και αν ηχούν τα προβλήματα αυτά, εκείνη την εποχή είχαν λάβει διαστάσεις μάστιγας. Οι φυλακές Συγγρού και Ωρωπού ήταν έτοιμες να δεχθούν το πλήθος των παρανόμων, αρκεί να βρισκόταν το επιδέξιο αστυνομικό όργανο που θα κατάφερνε να τους συλλάβει, κοινώς μπαγλαρώσει.

Πιάνοντας τον παλμό της εποχής του κι έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση της τότε ανώτατης πολιτικής αρχής, ο Μπαιρακτάρης δημιούργησε ένα σώμα «ευζώνων» (σημ: «κομάντο» θα λέγαμε σήμερα), που θα ανελάμβανε να δώσει σάρκα και οστά στα όνειρα «ευταξίας» του στρατηγού.

«Εις την αστυνομίαν της Πρωτευούσης επί Μπαιρακτάρη προσετέθη και μια δύναμις Ευζώνων, κατά προσωπικήν επιλογήν αυτού του ιδίου. Των ανδρών εκείνων η πίστις και η αφοσίωσις υπήρξε παροιμιώδης. Απέβησαν αληθείς τρομοκράται των κακοποιών και των αέργων και ήρωες επεισοδίων και σκληρών και φαιδροτάτων. Οι επίλεκτοι άνδρες των ορεινών διαμερισμάτων της χώρας, απηλλαγμένοι κακών συνηθειών, πειθαρχούντες αυστηρώς, ψύχραιμοι και αφωσιωμένοι εις το καθήκον, απέβησαν πάντοτε πολίτιμα όργανα τάξεως και επιβολής υπό διοίκησιν σώφρονα και λελογισμένην».

Οι εφημερίδες της εποχής αφιερώνουν άρθρα «κοινωνικής ανακούφισης», διότι επί Μπαιρακτάρη διανυκτέρευαν στα κρατητήρια μεγάλοι επιχειρηματίες, καθηγητές Πανεπιστημίων, δικαστές, πολιτικοί άνδρες, αστυνομικοί, αξιωματικοί του στρατού κ.α.

 Η ασφάλεια της Ολυμπιάδας του 1896

Το επίκαιρο αίτημα για ασφαλείς Ολυμπιακούς αγώνες απασχόλησε το Δ. Μπαιρακτάρη, ο οποίος με απόλυτη επιτυχία ανέλαβε την ασφάλεια τους.  Οι εφημερίδες της εποχής διασώζουν τις προσπάθειες του ανδρός αυτού.

«…Πάντες αναγνωρίζουν την ανάγκη να ενισχυθεί η αστυνομία Αθηνών και Πειραιώς δι’ ικανών αστυφυλάκων κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας. Η συρροή των ξένων κατά τας εορτάς των Αγώνων θα προκαλέση αναντιρρήτως, όσο πάσα μεγάλη συνάθροισις και συρροή λωποδυτών και εν γένει ατάκτων στοιχείων, τα οποία μόνον η καλώς διωργανωμένη και αυστηρά αστυνομικά επιτήρησις δύναται να καταστειλή και καταστήση ακίνδυνα. Πλην τούτου όμως και δια την καθόλου τήρησιν της τάξεως κατά τας ημέρας εκείνας, οι ξένοι αγωνοούντες εντελώς τον τόπον, θα έλθουν εδώ, έκτακτα δε γεγονότα πιθανόν να συμβούν απαιτούντα την άμεσον επέμβασιν της αστυνομίας… την πρόνοιαν ταύτην εγκαίως έλαβεν ο διευθυνστής της Αστυνομίας κ. Μπαιρακτάρης…»

Σε συνέντευξη που έδωσε ο στρατηγός στην εφημερίδα «Εστία» εξέθεσε τις απόψεις του για την ανασυγκρότηση της Αστυνομίας εν όψει των αγώνων. Μέσα από τα λόγια του καταλαβαίνει κανείς το πόσο διορατικός και επαγγελματίας στάθηκε αυτός ο αστυνομικός, ενώ τα προβλήματα που τότε απασχολούσαν τη δημόσια τάξη εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι απασχολούν και τη σημερινή.

«…Εσκέφθημεν περί όλων, και η δύναμις των αστυφυλάκων κατά τους αγώνας θα φθάσει εις 400 άνδρας. Δια τους 50 εξ αυτών συμπεριελήφθη και κονδύλιον εν τω προυπολογισμώ. Ανάγκη όμως να ενισχυθή η αστυνομία και δι’ άλλων 50 ανδρών και προς τούτο θ’ αποταθώμεν προς τας άλλας αστυνομικάς περιφερείας του Κράτους, δια να ίδωμεν πως θα τους οικονομήσωμεν. Διότι είνε ανάγκη να τους έχωμεν εγκαίρως εις Αθήνας, δια να τους κάμωμεν και κάποια διδασκαλίαν όσον αφορά στην συμπεριφοράν των προς τους ξένους και τους άλλους πολίτας και εν γένει προς πλήρη τήρησιν της τάξεως κατά τους Αγώνας…»

Οπωσδήποτε τα μεγέθη προκαλούν έκπληξη, αν αναλογιστούμε ότι το κλεινόν Άστυ τότε είχε ανάγκη από 400 μόνον αστυνομικούς . Παρ’ όλα αυτά  η διδασκαλία της συμπεριφοράς -και όχι μόνο- των αστυνομικών για την εποχή εκείνη ήταν ένα κεφαλαιώδες ζήτημα, που παραμένει επίκαιρο.

«…οι αστυνομικοί και οι εδώ αστυφύλακες είνε αρκετά κατηρτισμένοι προς τήρησιν της υπηρεσίας κατά τας ώρας της ημέρας και της νυκτός. Αι μεταθέσεις όμως των αστυφυλάκων έβλαψαν πολύ την υπηρεσίαν, μα πάρα πολύ, εκτός του ότι είνε και μάταια δαπάνη δια το κράτος. Αλλά τι να γείνη.»

»Πλήν των αστυφυλάκων ημπόρει βέβαια να ενισχυθώμεν και δι’ εφίππων ανδρών, όπως λέγετε, ορίζοντες σταθμούς την Αγ. Τριάδα και τον σταθμόν του Σιδηροδρόμου δια δύο εξ’ αυτών. Επίσης ανά δύο να τοποθετήσωμεν εις την οδόν Ηρώδου του Αττικού και εις τας άλλας κεντρικάς οδούς, αι οποίαι θα συχνάζωνται πολύ από τους ξένους, δια να παρέχουν πάσαν εις αυτούς πληροφορίαν και να επιτηρούν την ασφάλειαν και τάξιν εν συνεννοήσει πάντοτε προς τους αστυφύλακας, τους αστυνόμους και τα τμήματα, οίτινες θα λαμβάνουν τας διαταγάς και οδηγίας ως συνήθως απ’ ευθείας εκ της Διευθύνσεως.Κατ’ αυτόν τον τρόπον η αστυνομική επιτήρησις θα εκτελήται πλήρως και τα κακοποιά στοιχεία, αν τολμήσουν να έλθουν, αμέσως θα περιορισθούν…»

Οι εικόνες είναι πράγματι γραφικώτατες. Ο σταθμός του σιδηροδρόμου ήταν το κέντρο της Αθήνας, ενώ η οδός του Ηρώδου του Αττικού(σημ: προφανώς χωματόδρομος) παρουσιάζεται ως το κέντρο συνάθροισης των εν Ελλάδι τουριστών. Σ’ αυτήν την σπανιότατη συνέντευξη του ο στρατηγός θίγει και το ζήτημα της εμφάνισης των Αστυνομικών κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα προβλήματα όμως δεν βρίσκουν λύση λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης του νεοελληνικού κρατιδίου…

«Ζήτημα όμως είνε και αι στολαί και τα κράνη των αστυφυλάκων, τα οποία κατά τους αγώνας πρέπει να είνε καινουργή. Έχομεν πίστωσιν και εκάμαμεν παραγγελίαν τσόχας δια του υπουργείου των Στρατιωτικών, τώρα δε θα φριντίσωμεν και δια τα κράνη. Πρέπει να είνε όλα καθαρά, δια να φανώμεν ευπρόσωποι προ των ξένων. Εγώ ήθελα και τώρα ακόμη και πάντοτε οι σκοποί να φορουν τα κράνη των, αλλά δεν υπάρχουν, δεν έχομεν. Εκείνοι που εξ αρχής είχον μετετέθησαν αλλαχού, και τώρα είνε ανάγκη οι εδώ μετατεθέντες να προμηθευθούν νέα. Περί πάντων τούτων συνεννοήθην ως σας είπον προχθές με τον κ. Υπουργόν των Εσωτερικων…»  Φαίνεται λοιπόν ότι η Ολυμπιάδα του 1894, παρά την αβάσταχτη φτώεια του λαού μας, στέφθηκε με επιτυχία χάρη στον αθάνατο ελληνικό φιλότιμο και τον πατριωτισμό ωρισμένων ανθρώπων.

Ένα χρόνο μετά η χώρα μας μπήκε στην σκιά ενός σφοδρού Ελληνοτουρκικού πολέμου και, ως αναμενόταν, αυτό δεν άφησε τον Μπαιρακτάρη αδιάφορο, πού παρά το προχωρημένο της ηλικίας του έσπευσε  προς την Ήπειρον, όπου συνήψε την αιματηράν μάχιν του Γριμπόβου, κατά την οποίαν η Χωροφυλακή επολέμησε καλώς». Σε αυτήν την μάχη ο γενναίος στρατηγός τελεείωσε με τον καλύτερο τρόπο την στρατιωτική του σταδιοδρομία, πέφτοντας δηλαδή μαχόμενος.

Με άλλα λόγια ο Μπαιρακτάρης «δεν χαμπάριαζε τίποτα» και γι αυτό οι ρεμπέτες, που ενίοτε εξέφραζαν το λαικό αίσθημα, τον γνώριζαν, τον αγαπούσαν και θυμοσοφώντας τον μνημόνευσαν στα τραγούδια τους, λέγοντας πως:

«… ο Μπαιρακτάρης ο σκληρός

δεν σήκωνε ζοριλίκι,

έκοβε από τους μάγκες το ένα το μανίκι,

κι η μαγκιά τους έφευγε

και το νταηλίκι…».

Το δυσάρεστο είναι ότι τότε υπήρχαν τουλάχιστον αληθινοί μάγκες, εναντιθέσει προς την εποχή μας, που όλα δείχνουν ότι… τους πάτησε το τραίνο.

 

Για το Μουσείο Αστυνομίας Καρδίτσας: Κωνσταντίνος Δ. Μίχος

 

Προηγούμενο άρθρο Στη δοξολογία για την εορτή του πολιούχου της Λάρισας ο Ν. Ντίτορας
Επόμενο άρθρο Ο δικός μας γιατρός - Γράφει η Λία Ρογγανάκη