Ειδήσεις

Εγκαίνια Ιερού Ναού Αναλήψεως του Κυρίου Σταθμού Φαρσάλων και εορτή Αγίου Αρσενίου


Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Τιμόθεος, τέλεσε τα Εγκαίνια του Ιερού Ναού Αναλήψεως του Κυρίου Σταθμού Φαρσάλων. Ως εκ τούτου, την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018, κόμισε μαρτυρικά λείψανα των αγίων Οσιάθλων των εν Ταώ της Πεντέλης αναιρεθέντων, των εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα και των εν τη Ιερά Μονή του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, τα οποία την επομένη τοποθέτησε στην Αγία Τράπεζα.

Παράλληλα, κόμισε απότμημα ιερού λειψάνου του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Αρσενίου του Καππαδόκου, ο οποίος εόρταζε την επομένη ημέρα. Το λείψανο του Οσίου ετέθη προς προσκύνηση των πιστών, αγιασμόν και ηθικόν στηριγμόν αυτών.

Ακολούθως, χοροστάτησε στην ακολουθία του Εσπερινού των Εγκαινίων ευλόγησε τους προσφερομένους άρτους προς τιμήν του Οσίου και ομίλησε.

Το Σάββατο 10 Νοεμβρίου, χοροστάτησε την ακολουθία του Όρθρου, τέλεσε την ακολουθία των Εγκαινίων και την Θεία Λειτουργία στον ως άνω Ιερό Ναό.

Να αναφερθεί ότι ο Σεπτός μας Ποιμενάρχης βρισκόταν στην δευτέρα ανακομιδή των ιερών Λειψάνων του Αγίου στην Κέρκυρα το 1995.

Η Α΄ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ (1958)

Τον Οκτώβριο του 1958 ο π. Παΐσιος (νυν Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης) έκανε την α΄ ανακομιδή. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν από τον π. Παΐσιο στην Κόνιτσα και το 1970 από τον ίδιο στο γυναικείο Μοναστήρι – Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου ο Άγιος μετά τον θάνατό του έκανε πολλά θαύματα.

Η περιγραφή της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου τον Οκτώβριο του 1958 από τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, μέσα από το βιβλίο του: Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης.

Ο Πατήρ Αρσένιος το 1958, ήταν στο Κοιμητήρι της Κερκύρας, με την πλάκα επάνω στον τάφο του πού έγραφε το όνομά του.

Πολλοί συγχωριανοί μας είχαν την εντύπωση μετά, ότι το Λείψανο του Πατρός Αρσενίου (Χατζηεφεντή) θα ήταν ολόκληρο, όπως και πολλών Αγίων, και από ευλάβεια δεν τολμούσαν να του κάνουν την εκταφή του […]. Έτσι, αποφάσισα να πάω μόνος μου στην Κέρκυρα, για να κάνω την εκταφή και ανακομιδή του. Δεν γνωρίζω όμως, εάν η ευλάβειά μου ήταν περισσότερη ή η αναίδειά μου.

Σε όλο μου το ταξίδι είχα και λογισμούς· σε περίπτωση που βρω το Λείψανό του ολόκληρο, τί να κάνω; Διότι αδύνατο τότε να μ’ αφήσουν οι Κερκυραίοι να το πάρω. Το ότι θα το εύρισκα ήμουν σίγουρος, διότι το 1945 είχαν βρη τον τάφο τού Πατρός τα αδέλφια μου και μού έστειλαν χώμα από τον τάφο του, το οποίο ρίξαμε επάνω σ’ ένα συγχωριανό μας, που είχε βγή άλιωτος, και μετά έλειωσε […].

Φθάνω λοιπόν στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1958, και εκεί συνέχεια βροχές. Ο Ιερεύς του Κοιμητηρίου μού είπε ή να πάω ξανά άλλη εποχή ή να παραμείνω μέχρι να σταματήσουν οι βροχές. Του είπα· «θα έρθω αύριο το πρωί στον Κοιμητήρι και ο Πατήρ θα βοηθήση».

Την επομένη το πρωί ξεκίνησα με κατακλυσμό, αλλά μόλις έφθασα στο Κοιμητήρι, έπαψε αμέσως η δυνατή εκείνη βροχή και βγήκε ήλιος. Έγινε με καλοσύνη η εκταφή του, διάβασε και το Τρισάγιο ο Ιερεύς, και φεύγοντας με τα Λείψανα, άρχισε πάλι η δυνατή βροχή να συνεχίζη. Ο Ιερεύς τότε μού είπε: «ο Πατήρ έκανε το θαύμα του».

Έφθασα μετά στο ξενοδοχείο. Τοποθέτησα τα Λείψανα στο μαξιλάρι μου και άνοιξα το καπάκι της βαλίτσας, που τα είχα μέσα, για να τα βλέπω, και γονατιστός προσευχόμουν. Όταν είχε νυχτώσει πια, άναψα το φως, για να τα βλέπω και στην συνέχεια της νυκτός και να προσεύχωμαι.

Στις εννέα με δέκα η ώρα το βράδυ (ώρα κοσμική), ενώ προσευχόμουν γονατιστός, άκουσα μια φωνή άγρια να με απειλή και να μού λέγη· «τί Λείψανα είναι αυτά»; Και μια δύναμη ένοιωσα να ορμάη επάνω μου, χωρίς να βλέπω ολόκληρο σώμα· δύο χέρια μαύρα και άγρια να με σφίγγουν γερά, για να με πνίξουν. Εκείνη την στιγμή που κινδύνεψα, δεν ξέρω πώς μού ήρθε, φώναξα δυνατά· «Άγιε Αρσένιε, βοήθησέ με»! Αμέσως τότε ένοιωσα μια άλλη δύναμη, ενός αθλητού, να αρπάζη εκείνα τα φοβερά χέρια και να τα πετάη πέρα και να με ελευθερώνει. Η καρδιά μου πια τότε χτυπούσε γλυκά, και συνέχεια την προσευχή μου με ευλάβεια περισσότερη προς τον Πατέρα Αρσένιο, και την επομένη έφυγα για την Κόνιτσα με τα Λείψανά του. Το γεγονός αυτό το είχα πη τότε μόνο σε δύο άτομα πνευματικά, διότι φοβήθηκα, μήπως το μάθουν περισσότεροι, και οι γυναίκες από αδιάκριτη ευλάβεια μετά πλέξουν και παραμύθια.

Το ότι ήταν Άγιος ο Πατήρ Αρσένιος, για μένα δεν υπήρχε καμία αμφιβολία […].

Αυτό που έπρεπε να κάνω εγώ, ήταν να γράψω ό,τι γνώριζα για τον Πατέρα Αρσένιο […] και να συγκεντρώσω στοιχεία και από άλλους Φαρασιώτες.(βλ. Γέροντος Παΐσίου Αγιορείτου, Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 200120, σ. 6-9)

 

 

Προηγούμενο άρθρο Καρδιτσομάγουλα: Χαβούζα της Καρδίτσας
Επόμενο άρθρο Πανθεσσαλική συνάντηση φοιτητικών Συλλόγων