Ειδήσεις

Το πανηγύρι του Αγίου Νικολάου (20 Μαΐου) στο Ξυνονέρι Καρδίτσας


Με τους στίχους αυτού του πασχαλινού και, παραλλήλως, μαγιάτικου τραγουδιού της κοινότητας Ξυνονερίου αρχίζει το φετινό μικρό αφιέρωμα στον εορτασμό της πανήγυρης μιας μικρής δυτικοθεσσαλικής κοινότητας, ημιορεινής από πολιτισμικής άποψης ως προς την ταυτότητά της, μιας πανήγυρης, με ιδιόμορφα αλλά, συνάμα, με κοινά στοιχεία με την ευρύτερη θεσσαλική περιοχή. Και είναι το συγκεκριμένο  τραγούδι επισφραγιστικό αυτού του εορτασμού καθώς και της ταυτότητας, τραγούδι χαρακτηριστικό του διπλού χορού των ημιορεινών οικισμών ή των οικισμών στα «ριζά», στα ριζώματα των απολήξεων των υπωρειών των Αγράφων, από την περιοχή του Ταμασίου έως αυτή του Μουζακίου, της πασχάλιας και μεταπασχάλιας περιόδου.

Στην κοινότητα του Ξυνονερίου ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στην μνήμη του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, αρχιεπισκόπου του εν Μύροις της Λυκίας, από την περίοδο, που οι κάτοικοί του μετακινημένοι από την ημιορεινή περιοχή του παλαιού οικισμού, -γνωστού στην προφορική παράδοση ως «Μεγάλου Πιροσίου, Μικράς Πορτίτσας ή και Πορτής»-, εγκαθίστανται στις «τουρκικές(«τούρκικες») αποθήκες, κατά τη χωρική ονομασία, ή σαρτάρες, κατά την ευρύτερη θεσσαλική ορολογία» – αποθήκες του «κονακιού» – μεγάλου πυργόσχημου σπιτιού, ιδιοκτησίας του Ζουλευκάρ μπέη(Zülefkar-bey), απ’ όπου παίρνει και το όνομά του ο νέος οικισμός, μετά από πρόσκληση του ίδιου προς τους κατοίκους για να εργαστούν στα κτήματά του.

Και συμπίπτει, ακριβώς, με την μετακίνηση του πληθυσμού από τα ημιορεινά ή τα ορεινά ή, ακόμη, και από διπλανούς οικισμούς, που οι κάτοικοι εγκαταλείπουν, και που λαμβάνει χώραν στην περιοχή της Βαλκανικής κατά τον 19ο αιώνα, επιρρώνοντας το εργατικό και πληθυσμιακό δυναμικό των πιο πεδινών περιοχών και τσιφλικιών και στην περιοχή της Θεσσαλίας. Και, μάλλον, γι’ αυτό στην αρχική φάση ίδρυσης του οικισμού η εκκλησία δεν βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού, όπως παρατηρείται και σ’ άλλες κοινότητες, οι οποίες οργανώνονται γύρω από τον κεντρικό ναό και, κυρίως, να παρατηρείται το φαινόμενο οι κάτοικοι να εγκαθίστανται γύρω απ’ αυτόν και πολλές φορές, μάλιστα, σε κτίσματα της εκκλησίας ή κάποιας Μονής, στα «βακούφ᾽(ι)κα», όπως λέγονται στην τοπική διάλεκτο.

Γι’ αυτό και οι κάτοικοι, όταν μιλούν και λένε «το χωριό», εννοούν τα σπίτια τα οποία βρίσκονται γύρω από την σημερινή πλατεία του οικισμού και τα οποία ευρίσκοντο οι βοηθητικές οικίες και οι αποθήκες του «κονακιού», του κύριου σπιτιού, το οποίο δέσποζε στην περιοχή και που αποτελούσε την κατοικία του τοπικού άρχοντα – ιδιοκτήτη της περιοχής και το κέντρο ελέγχου της, της μικροτοπικής οικονομίας και της διασφάλισης της τάξης. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι, που κατοικούν σε σπίτια, τα οποία προεκτείνουν τον οικισμό, λένε ότι «κάτι γίνεται μέσα ή θα πάμε στο χωριό». Και γι’ αυτό η εκκλησία κτίστηκε σ’ ένα χώρο έξω από το χωριό, ο οποίος ήταν ως ένα σημείο με πυκνή, αυτοφυή και αρχέγονη βλάστηση, συνήθης πρακτική για την περίοδο εκείνη, συνεχίζοντας μια μακραίωνη παράδοση οικοδόμησης των εκκλησιών σε χώρους με βλάστηση ή με δένδρα.

Η εκκλησία αυτή οικοδομείται μετά τη συγκρότηση του οικισμού, ίσως, πριν, γύρω και μετά το 1850 έως και το 1870. Η προφορική μνήμη αναφέρει ότι μεταφέρθηκαν, ακόμη, και πέτρες με το κάρο από την παλιά εκκλησία, που ευρίσκετο ο εγκαταλειμμένος οικισμός. Μάλιστα, μία πέτρα από αυτές τοποθετήθηκε στον αύλειο χώρο της εκκλησίας και, αφού καλύφθηκε με μάρμαρο χάριν εξωραϊσμού, χρησιμοποιείται για το ύψωμα των άρτων. Όπως έγινε και για κάποιες από τις παλιές εικόνες του τέμπλου, των «λυπηρών», της σειράς των Αποστόλων και του Δωδεκαόρτου, οι οποίες μεταφέρθηκαν από την παλιά εκκλησία καθώς και από το μικρό μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου του εγκαταλειμμένου οικισμού στα ανατολικά και νοτιοδυτικά του χωριού.

Η εκκλησία λόγω των σεισμικών δονήσεων ανακαινίστηκε το 1950, το 1954 – 55, ενώ από το 1973 – 74 αποκτά τη σημερινή της μορφή, με ανοικοδόμηση εκ βάθρων. Το καμπαναριό κτίστηκε την ίδια περίοδο, με την οικοδόμηση της εκκλησίας, και ανακαινίζεται και στις τρεις χρονικές περιόδους. Σήμερα, η εκκλησία βρίσκεται σε φάσης επέκτασης και ανακαίνισης, με πρωτοβουλία του τότε  εκκλησιαστικού συμβουλίου και του αειμνήστου ιερέα, π. Βασιλείου Παπανικολάου, καθώς και του παρόντος εκκλησιαστικού συμβουλίου και του προέδρου του, π. Κωνσταντίνου Παπανικολάου.

Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου εορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου αλλά το πανηγύρι πραγματοποιείται στις 20 Μαΐου κατά παλαιά παράδοση, αν και κατά την  προφορική μαρτυρία της κ. Φωτεινής Νικολάου, το γένος Φιλίππου, στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αυτό ετελείτο τις 5 και 6 Δεκεμβρίου ή και τότε, πάλι κατά  μαρτυρία της ιδίας, και λόγω πρακτικών αναγκών αυτό μετακινήθηκε, αφού ο καιρός δεν επέτρεπε την πραγματοποίηση πανηγυριών καθώς και τις μετακινήσεις και επισκέψεις. Ο Άγιος Νικόλαος στην ηπειρωτική και ορεινή Ελλάδα θεωρείται ως προστάτης άγιος των κτηνοτρόφων και της κτηνοτροφικής ζωής εν γένει, στην οποία οι κάτοικοι του οικισμού επεδίδοντο περισσότερο στο παρελθόν. Μάλιστα, η κατοχή και η εκτροφή ζώων θεωρείται από την κοινότητα και, ιδιαίτερα, παλαιότερα ως ένδειξη πλούτου  Είναι από τα πιο παλιά πανηγύρια, τα οποία τελούνται στην γύρω περιοχή χωρίς καμία διακοπή.

Από τη συγκεκριμένη κοινότητα επηρεάστηκε και η γειτονική κοινότητα του Γεωργικού, η οποία τελεί το πανηγύρι της την ίδια ημερομηνία, το οποίο οφείλεται στην μη ύπαρξη ναού στην κοινότητα του Γεωργικού έως το 1905, που ανοικοδομείται ο παλαιός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο. Κατά την προφορική παράδοση ως το 1905 οι κάτοικοι του Γεωργικού εκκλησιάζονται στο ναό του Αγίου Νικολάου Ξυνονερίου και ενταφιάζονται στο παλιό κοιμητήριο αυτού, αφού πρώτα ο ιερέας θα διάβαζε την εξόδιο ακολουθία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τους νεκρούς τους μετέφεραν από το Γεωργικό στο Ξυνονέρι με κάρα ή με «αραμπάδες». Οι κάτοικοι σήμερα με ευθύνη του Μορφωτικού Συλλόγου πραγματοποιούν το πανηγύρι την παραμονή της εορτής, με διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις.

Το πανηγύρι του Αγίου Νικολάου για τη κοινότητα Ξυνονερίου ακολουθεί την τυπολογία εορτασμού των θεσσαλικών πανηγυριών. Μετά τη Θεία Λειτουργία οι κάτοικοι  χόρευαν έξω από την εκκλησία «στα δένδρα» κοντά στη βρύση, πρώτα με το «στόμα» και έπειτα με τα όργανα, μαζί με τους συγγενείς, φίλους και φιλοξενούμενους, «παν’(γ)γυριώτες» κατά το τοπικό ιδίωμα,, τους οποίους μετά έπαιρναν στα σπίτια τους για να τους φιλοξενήσουν -«φιλέψουν» κατά το τοπικό ιδίωμα-, προσφέροντας τους εορταστικό γεύμα, με δύο ή τρία φαγητά, τα οποία ετοίμαζαν οι νοικοκυρές στα σπίτια τους από το πρωΐ με μαστοριά και μεράκι για τη μεγαλύτερη ικανοποίηση των επισκεπτών τους. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας πριν τον εσπερινό, που θα τελούσαν στην εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, πραγματοποιούσαν λιτανεία της εικόνας του Αγίου Νικολάου-«λιτάνευση της αγίας εικόνας», κατά το τοπικό ιδίωμα,- ως το κέντρο της πλατείας, κυκλικώς, όπου θα σήκωναν το «ύψωμα» προς τιμή του Αγίου.

Τα «ύψωμα» είναι η ακολουθία της αρτοκλασίας, όπου έβαζαν πρόσφορα, σιτάρι και κρασί, τα «ύψωναν» ή τα «σήκωναν» οι ιερείς ευλογώντας τα πάνω στην εικόνα του Αγίου Νικολάου ενώ οι πιστοί έπαιρναν ευλογία με το άγγιγμα των αμφίων των ιερέων, ακουμπώντας ο ένας με το χέρι του πάνω στην πλάτη του άλλου, αν δεν έφθαναν να ακουμπούν τον ιερέα, και τα οποία στη συνέχεια τα μοίραζαν σε όλους. Σήμερα, η λιτανεία πραγματοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και στο παρελθόν, ενώ ο καιρός, όταν δεν το επιτρέπει, γίνεται μέσα στην εκκλησία ή γύρω απ’ αυτή, και έπειτα σηκώνουν το ύψωμα, που σήμερα είναι και το ύψωμα με σιτάρι βρασμένο, πρόσφορα και κρασί αλλά και κουλούρες, μεγάλα ψωμιά, με γλυκιά γεύση. Η επίδραση αυτή και η πιστή τήρηση αυτού του ίδιου τυπικού τέλεσης της περιφοράς της εικόνας το απόγευμα, ανήμερα της εορτής και πριν την τέλεση του εσπερινού του αγίου της άλλης ημέρας, επιδρά και στον τρόπο τέλεσης της περιφοράς της εικόνας ανήμερα της εορτής και στην κοινότητα της Κρύας Βρύσης κατά τον εορτασμό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου παλαιόθεν συμμετείχαν και οι κάτοικοι του Ξυνονερίου.

Και οι ιερείς προήρχοντο από την κοινότητα του Ξυνονερίου αλλά και οι, και κυρίως, οι κάτοικοι από την παραπάνω κοινότητα τελούσαν την πανήγυρη καθώς και χόρευαν, με τη συμμετοχή, βεβαίως, και των κατοίκων της Κρύας Βρύσης στον εορτασμό της πανήγυρης στήνοντας τριπλό χορό, με τις γυναίκες σε δύο κύκλους, εξωτερικώς, «απέξω», κατά την τοπική ορολογία, και τους άνδρες σε έναν κύκλο, εσωτερικώς, «από μέσα», και χορεύοντας στην αρχή, τραγουδώντας, «με το στόμα» και αντιφωνικώς, και, αργότερα, με το τραγούδι των τραγουδιστών κάποιας τοπικής οργανικής ορχήστρας. Πάντως, η μη επιτέλεσή της περιφοράς της εικόνας ανήμερα της εορτής ή οι προσπάθειες για αλλαγή της ημέρας «λιτάνευσης», ακόμη, και εκ μέρους ανώτερων κληρικών, οι οποίοι δεν γνώριζαν το τοπικό εκκλησιαστικό τυπικό, -και, μάλιστα, το ορθό και από παλιά τελούμενο-, κατά τη λαϊκή αντίληψη και ομολογία, είχε αρνητικές επιπτώσεις, με συνέπεια να επέρχεται ξανά ισορροπία και επαναφορά τέλεσης της περιφοράς την ίδια ημέρα

Μετά επέστρεφαν στην εκκλησία και συνέχιζαν τον εσπερινό προς τιμή του Αγίου Κωνσταντίνου. Αφού η εκκλησία τελείωνε, «σχόλαζε» στο τοπικό ιδίωμα, οι γυναίκες πιασμένες από τα μπράτσα και ακολουθώντας τις οι άνδρες θα πήγαιναν τραγουδώντας και χορεύοντας χωρίς τη συνοδεία οργάνων τους πηδηχτούς χορούς, που έπαιρναν το όνομά τους από το τραγούδι, «Έγειρε ο ήλιος, έγειρε…» και «Ναούμης πάει στη Φλώρινα…» στην πλατεία του χωριού, όπου θα συνέχιζαν τον χορό. Πολλοί κάτοικοι και επισκέπτες από τα γύρω χωριά και, ιδιαίτερα, από την Κρύα Βρύση, τους περίμεναν στην πλατεία, αφού δεν επέστρεφαν στην εκκλησία μετά το τέλος του υψώματος.

Να υπενθυμίσουμε, όμως, ότι κατά την παλαιότερη μορφή το πανηγύρι λάμβανε χώρα όχι στην πλατεία αλλά στα «δένδρα» έξω από την εκκλησία, με προετοιμασίες, παλαιότερα, των κατοίκων και έπειτα των καταστηματαρχών και με ορχήστρα, που την πλήρωναν αυτοί ή οι οικογένειες αυτών, που θα χόρευαν μπροστά κατά την παλαιά παράδοση και που συνεχίζεται σε ορισμένα θεσσαλικά χωριά, ακόμη, και σήμερα. Όπως, ότι κατά τα τελευταία χρόνια το πανηγύρι άρχιζε από την παραμονή της εορτής στα μαγαζιά, στην πλατεία, και με δική τους προετοιμασία και ορχήστρα γι’ αυτή την ημέρα, χωρίς, όμως, εθιμική βάση και ιδιαίτερη αποδοχή.

Οι γυναίκες και παλαιότερα και οι άνδρες θα χόρευαν τα παραδοσιακά τραγούδια της κοινότητας και, ειδικά, τα «μαϊάτικα», κατά την προφορική παράδοση, το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία έξω από την εκκλησία για λίγο, «ένα σχοινάκι», όπως λέγεται, τοπικώς, δηλαδή για λίγο, όπως το «Το Μάη Κώστας γεννήθηκε…», το «Τώρα είναι Μάης και άνοιξη», ακόμα, και τα θηλυκωτά(«θ΄λυκωτά») του Πάσχα, αν το πανηγύρι ευρίσκετο μέσα στην πασχαλινή περίοδο των σαράντα ημερών. Το πρώτο τραγούδι «Το Μάη Κώστας γεννήθηκε…» αποτελεί μία θεσσαλική παραλλαγή του τραγουδιού του ακριτικού κύκλου, το οποίο είναι και χορός, όπως συμβαίνει στην περιοχή της Θεσσαλίας,», και το οποίο χαρακτηρίζεται ως θηλυκωτό(«θ’λυκωτό»), αφού η λαβή των χορευτών είναι από τους αγκώνες, οι οποίοι θηλυκώνουν(«θ’λυκώνουν), δένουν τους χορευτές, τον έναν με τον άλλον, ως «θηλειά», τους «κουμπώνουν», ενώ τα βήματα σ’ αυτά του ιδιότυπου της ημιορεινής θεσσαλικής παραλλαγής του συρτού χορού στα τρία, «συρτού» στην τοπική γλώσσα. Μετά θα διασκέδαζαν τόσο στην πλατεία όσο και στα μαγαζιά, στο κέντρο του χωριού, όπου θα συνέχιζαν τη διασκέδαση με όργανα ή με άλλο μέσο ως αργά.

Σήμερα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το πανηγύρι πραγματοποιείται, με την ευθύνη του δραστήριου Μορφωτικού Συλλόγου,  την παραμονή το βράδυ μετά την τέλεση του εόρτιου εσπερινού ή ανήμερα της εορτής μετά την τέλεση της περιφοράς της εικόνας, της λιτανείας, του υψώματος και του εσπερινού. Προσφέρεται φαγητό, που είναι το πλέον καθιερωμένο σήμερα ως και το οποίο είναι βρασμένο πρόβειο κρέας με μπλουγούρι. Αυτό, βέβαια, δεν γινόταν, παλαιότερα, και δεν προσφερόταν φαγητό. Το πανηγύρι είναι αυτό, που ισχυροποιεί τους δεσμούς των μελών της κοινότητας, και  γίνεται και σήμερα, ισχυροποιώντας τους δεσμούς των μελών, αφού και ξενιτεμένοι από τα διάφορα σημεία έρχονται για να πάρουν μέρος στο πανηγύρι, ακόμα, δε και για να βοηθήσουν, με κάθε τρόπο, «καζαντισμένοι» πια εκεί, που κατοικούν. Οι γυναίκες και οι άνδρες θα χορέψουν τα τραγούδια, που θα αποδώσουν, «φωνητικώς», «με το στόμα», κατά το τοπικό ιδίωμα, και κατά τη μακραίωνη παράδοση, τα τραγούδια αυτά, τα οποία έχουν σχέση με τη ξενιτιά, αφού ο Μάης και η άνοιξη είναι ο μήνας του ξενιτεμού και του αποχωρισμού αλλά και της επιστροφής των ξενιτεμένων από τους χειμερινούς τόπους απασχόλησης, όπως και των πολέμων, πιο και από παλιά.

Οι γυναίκες και οι άνδρες, καθώς και τα μικρά παιδιά , που θα χορέψουν και αυτά για να παρουσιάσουν χορούς στους κατοίκους του χωριού και να παρουσιαστούν και αυτά, θα δώσουν μια ελπίδα για το μέλλον και τη συνέχεια της τοπικής ταυτότητας και παράδοσης, με την προσφορά τους αυτή. Και, όταν υπάρχουν παιδιά, υπάρχει η ελπίδα ότι θα διασώσουν και θα συνεχίσουν την πλούσια και μακραίωνη παράδοση της κοινότητας. Και σ’ αυτό βοηθούν όλοι. Βοηθά η εκκλησία με κάθε τρόπο, βοηθούν οι κάτοικοι, οι νέοι, τα παιδιά, οι γυναίκες, οι ξενιτεμένοι, βοηθούν όλοι για να «τελεστεί», να «γίνει» κατά το τοπικό ιδίωμα, αυτό το πανηγύρι, που είναι η παράδοσή τους και παράδοση όλων μας καθώς και όλου του κόσμου. Για να τραγουδήσουν και να χορέψουν όλοι μαζί τους στίχους του πασχαλινού και, παράλληλα, «μαϊάτικου» τραγουδιού, των οποίων παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα:

«Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη,

τ’ αηδονάκι μου, χελιδονάκι μου

γιέ μ’, τώρα, τώρα είναι το καλοκαίρι, καλο-, καλοκαιρ’νέ μ’ αέρα

Τώρα κι ο ξένος βούλεται,

τ’ αηδονάκι μου, χελιδονάκι μου

γιέ μ’, στον τόπο του να πάει,

καλο-, καλοκαιρ’νέ μ’ αέρα….».

Κωνσταντίνος Δημ. Πεσλής

Ιστορικός – Λαογράφος – Επιστημονικός υπεύθυνος του Μορφωτικού Συλλόγου Ξυνονερίου

Προηγούμενο άρθρο Στο Κάστρο Φαναρίου το Εικαστικό Εργαστήρι του Μορφωτικού Συλλόγου Σοφάδων
Επόμενο άρθρο Από 22 έως 28 Ιουνίου η 49η Διεθνής Γιορτή Πολιτισμού ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΕΙΑ