Πρόκειται για μια πολύπλευρη και πολυσχιδή προσωπικότητα που εκφράζεται, δρα, αλληλεπιδρά και λειτουργεί μέσα από διάφορες μορφές της Τέχνης.
Ο λόγος για τον καταξιωμένο και πολυβραβευμένο ηθοποιό, σκηνοθέτη, μουσικό και δραματουργό Κώστα Γάκη που ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία πολύ ελπιδοφόρα και σήμερα πια συνεχίζει να κατακτά τη μια κορυφή μετά την άλλη, παρουσιάζοντας στο κοινό μοναδικές παραστάσεις και μουσικές.
Το 2006 τιμήθηκε με το ΄΄Θεατρικό Βραβείο Δημήτρης Χορν΄΄ για τη θρυλική θεατρική παράσταση «Κατσαρίδα», στη μικρή οθόνη τον γνωρίσαμε μέσα από τις σειρές «Τα μυστικά της Εδέμ» και «Ιωάννα της καρδιάς», πρωταγωνιστεί, σκηνοθετεί, συνθέτει και γράφει στίχους, διδάσκει σε Δραματικές Σχολές και συνεχώς οραματίζεται το επόμενο έργο, το επόμενο κομμάτι, το επόμενο βήμα, αλλά και έναν καλύτερο κόσμο που θα ΄΄κλείνει΄΄ μέσα του μόνο τα ωραία και τα ουσιαστικά.
Ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης, μάλιστα, είναι Καρδιτσιώτης καθώς κατάγεται από το Θραψίμι.
Τον γνωρίσαμε στο πλαίσιο του 40ου Πανελλήνιου Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Καρδίτσας, όπου συμμετείχε (για πρώτη φορά) ως μέλος της Κριτικής Επιτροπής.
Λίγο μετά τη λήξη του Φεστιβάλ (το Σάββατο 8 Μαρτίου), είχαμε τη δυνατότητα να τα πούμε μαζί του ραδιοφωνικά, συζητώντας για τις παραστάσεις του που ανεβαίνουν, αυτή την περίοδο, σε μεγάλες θεατρικές σκηνές στην Αθήνα, για τα επόμενα σχέδιά του, για την Καρδίτσα αλλά και περί Τέχνης και ζωής γενικότερα.
Αναλυτικά, η συνέντευξη του Κώστα Γάκη στο Ηχόραμα 100,8 και στη Βάσω Μπαλαμπάνη, για την εκπομπή «Πρωινή Ατζέντα» (καθημερινά 09:00-10:00), έχει ως εξής:
Ερώτηση: Κύριε Γάκη, σας συναντάμε με μεγάλη μας χαρά στην Καρδίτσα, που είναι και ο δικός σας τόπος καταγωγής, στο πλαίσιο του 40ου Πανελλήνιου Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου, όπου συμμετέχετε ως μέλος της Κριτικής Επιτροπής. Χαιρόμαστε που σας συναντάμε και ραδιοφωνικά για να μιλήσουμε για το έργο σας, για την Τέχνη.
Απάντηση: Ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση. Είναι πραγματικά ωραία η συγκυρία γιατί μόλις έχει τελειώσει το Φεστιβάλ και είμαστε όλοι με χαμόγελα, με αγκαλιές, πολύ συγκινημένοι.
Ερώτηση: Όπως προαναφέραμε, είστε Καρδιτσιώτης. Κατάγεστε από το Θραψίμι, από την πλευρά του πατέρα σας και από την Ικαρία, από τη μεριά της μητέρας σας. Βουνό και θάλασσα. Χώμα και αλμύρα. Τι ΄΄μυρωδιές΄΄, τι ΄΄γεύσεις΄΄, τις εικόνες κουβαλάτε μέσα σας από τους δύο αυτούς τόπους καταγωγής σας;
Απάντηση: Είμαι καταρχάς πολύ τυχερός που έχω και βουνό και θάλασσα.
Και ακόμα πιο τυχερός είμαι που έχω έναν πατέρα και μια μητέρα που αυτά τα δύο μέρη, μας τα γνωρίσανε στην παιδική ηλικία.
Πηγαίναμε πιο πολύ Πάσχα, Χριστούγεννα εδώ στο Θραψίμι, με τα χιόνια, με τα κατσικάκια, με τα αλώνια, τρέχαμε και, φυσικά, στην Ικαρία τα καλοκαίρια, πάλι σαν παιδιά, με τα ποδήλατα, με τα ματωμένα γόνατα.
Οπότε, είμαι από εκείνα τα παιδιά που πρόλαβαν να παίξουν. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό
Και να ακούσουν και ντοπιολαλιές. Και νησιώτικη και τη δική μας την όμορφη την προφορά.
Ερώτηση: Πάμε τώρα στα καλλιτεχνικά σας. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, και μάλιστα πολυβραβευμένος, μουσικός, δραματουργός. Πότε συνειδητοποιήσετε ότι το μονοπάτι σας είναι η Τέχνη; Ποιό ήταν το ερέθισμα; Πότε μπήκε ο ΄΄σπόρος΄΄;
Απάντηση: Όταν ήμουνα 12-13 χρονών, έπεσε στο μονοπάτι της ζωής μου ο Βασίλης ο Καναράς που είναι, επίσης, Καρδιτσιώτης, δάσκαλος κιθάρας και σολίστ.
Με το που άρχισα κιθάρα, από μαθητής του 13 έγινα ένας μαθητής του 18, γιατί η μουσική με οργάνωσε πάρα πολύ.
Οπότε, από εκεί και πάρα, μέσω της Τέχνης της μουσικής και της ποίησης, γιατί άρχισα κατευθείαν να μελοποιώ ποιήματα, άρχισα να απολαμβάνω όλα τα αγαθά αυτού του φαινομένου που λέγεται Τέχνη. Και στη Θεατρική Ομάδα, μετά, του Πανεπιστημίου.
Μου μπήκε το μικρόβιο να γίνω αρχαιολόγος. Με την υπερβολική αγάπη που είχε η μητέρα μου για τη γλώσσα, όπως και η γιαγιά μου η Αντιγόνη.
Οπότε, είμαι ένας άνθρωπος πολύ τυχερός γιατί κατάφερα να συνδυάσω τις ιδιότητές μου.
Δηλαδή, και να παίζω θέατρο, να γράφω μουσική, με το να σκηνοθετώ και με ένα τρόπο να ΄΄σκάβω΄΄, σαν ΄΄αρχαιολόγος΄΄, στις ιστορίες των ανθρώπων.
Που είναι αυτό, τελικά, που θέλω να λέω, ως σκηνοθέτης, ότι κάνω στη ζωή μου.
Ότι ιστορίες πολύ ενδιαφέρουσες ανθρώπων που πέρασαν και αξίζει να ακουστούνε, εγώ είμαι εκεί, σαν ένα ευάγωγο σώμα, να τις πω με όλες μου τις δυνάμεις.
Ερώτηση: Και ερχόμαστε στο σήμερα όπου σκηνοθετείτε δυο πολύ ξεχωριστές θεατρικές παραστάσεις. Η πρώτη είναι το «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τον Αποστόλη Τότσικα. Ένα έργο που θίγει έντονα τις σχέσεις γονέων-παιδιών. Σωστά;
Απάντηση: Το «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» ήταν ένα όνειρό μου γιατί η σχέση με την τρίτη ηλικία είναι πάρα πολύ σημαντική για τη ζωή μου.
Με τον Κώστα Γάκη και την Ελένη Γάκη από το Θραψίμι, τους παππούδες μου, και με τον Σίμο Πετράκη και την Αντιγόνη Πετράκη από την Ικαρία, είναι τέσσερις άνθρωποι που με σφράγισαν. Ζούσαμε πολύ με τους παππούδες.
Και αυτό το έργο μιλάει πολύ για τις γέφυρες μεταξύ των ηλικιών.
Και, φυσικά, ένα όνειρο ήταν να συνεργαστώ με το ΄΄ιερό τέρας΄΄ του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, τον Γιώργο Κωνσταντίνου.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου που, στους τρεις μήνες των προβών, ήταν σαν μικρό παιδί.
Μαζί και με τον Αποστόλη Τότσικα κάναμε εξαιρετική δουλειά.
Πήγε πάρα πολύ καλά την πρώτη χρονιά.
Δεύτερη χρονιά τώρα, είμαστε sold out πάλι και είμαστε πολύ χαρούμενοι.
Είναι από τα δώρα που δεν μπορείς να ξεχάσεις ποτέ. Σε σφραγίζει.
Και από αυτή τη μικρή σχέση, το θεατρικό ντουέτο του βετεράνου Γιώργου Κωνσταντίνου και του νεότερου, του Αποστόλη Τότσικα, πάμε στη «Μητέρα του σκύλου».
Ερώτηση: Πάμε, λοιπόν, στη δεύτερη παράσταση που σκηνοθετείτε. Είναι «Η μητέρα του Σκύλου» του Παύλου Μάτεσι, με την ηθοποιό Υρώ Μανέ να ενσαρκώνει την ηρωίδα Ραραού. Τι θέλει να μας αφηγηθεί το έργο;
Απάντηση: Άλλο πάλι αυτό.
Να έχει ο πατέρας σου ένα αγαπημένο βιβλίο του Παύλου Μάτεσι, τη «Μητέρα του σκύλου» και να σκέφτεσαι εσύ, 20 χρόνια, πως θα το κάνω θέατρο;
Και, ξαφνικά, έρχεται η Υρώ Μανέ και σου λέει «Είναι και δικό μου αγαπημένο βιβλίο. 20 χρόνια σκέφτομαι να το κάνω θέατρο. Θέλεις να το κάνουμε παρέα;»
Και γίναμε φίλοι με την Υρώ. Και με τους ανθρώπους του ΄΄Ακροπόλ΄΄ και με τους παραγωγούς μας και με εξαιρετικούς ηθοποιούς. Σπύρος Μπιμπίλας, Λεωνίδας Κακούρης, Νίκος Ορφανός, Φωτεινή Ντεμίρη.
Είναι μια παράσταση που ξεκίνησε με soldout και από ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει.
Η Ραραού, που την υποδύεται η Υρώ Μανέ, είναι ένα πλάσμα όπου διαπομπεύθηκε η μητέρα της, επειδή συνεργάστηκε – υποτίθεται – με τους Ιταλούς, έζησε έναν έρωτα με ένα Ιταλό και διαπομπεύθηκε μετά την Κατοχή.
Αυτό το μικρό κορίτσι, η Ραραού, είδε αυτή τη διαπόμπευση και τη σφράγισε ανεξίτηλα.
Από εκεί και πέρα, λοιπόν, προσπαθεί και να ελευθερωθεί από αυτό το τραύμα αλλά και να κάνει το όνειρο της ζωής της πραγματικότητα. Δηλαδή, το να γίνει θεατρίνα.
Που δεν έγινε τελικά. Ήταν μια τεταρτοκλασάτη ηθοποιός που, ωστόσο, εμείς, μέσα στην παράσταση, με την Υρώ, δείχνουμε στιγμές που το κοινό πιστεύει ότι τα κατάφερε.
Μέχρι να τραβήξουμε το χαλί κάτω από τα πόδια του κοινού και να φθάσουμε σε μια ιερή συγκίνηση.
Για μένα είναι πολύ σημαντικό ότι περνάει όλη η νεότερη ιστορία της Ελλάδας μας.
Με τα δύσκολα και τη χαρμολύπη, θα έλεγα εγώ.
Με τα ΄΄τραύματα΄΄ του Εμφυλίου, με την Κατοχή, με την χούντα.
Όλα αυτά μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, ουσιαστικά, που δεν κατάφερε να μεγαλώσει ποτέ.
Και αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό. Η επανοικειοποίηση της ελληνικότητας.
Ερώτηση: Κάπου διάβασα ότι αγαπημένος σας ποιητής είναι ο Γιώργος Σεφέρης και, μάλιστα, σας καθόρισε. «Λίγο ακόμα να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα. Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν‘ ανθίζουν, τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο, τη θάλασσα να κυματίζει λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» λέει ο Γιώργος Σεφέρης στο εμβληματικό του ποίημα «Λίγο ακόμα». Στην εποχή μας, στην Ελλάδα του σήμερα, με όλα τα τραγικά που συμβαίνουν, την κρίση που υπάρχει σε όλα τα επίπεδα, η Ελλάδα, αλλά και όλοι εμείς, πως θα μπορέσουμε να ΄΄σηκωθούμε λίγο ακόμα, λίγο ψηλότερα»;
Απάντηση: Είμαι από τους αισιόδοξους που δεν πολυσυμφωνώ ότι έχουμε πέσει.
Τι θέλω να πω;
Είμαστε εδώ, δέκα μέρες, στο Φεστιβάλ, με πολύ ενδιαφέρουσες ομάδες από όλη την Ελλάδα, με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη, τον Γιάννη Βούρος, τους τιμώμενους, με υπέροχα πλάσματα, εδώ, ομάδες της Καρδίτσας, τα χωριά μας τα ωραία, πηγαίνουμε, βλέπουμε, τραγουδάμε, ζήσαμε δέκα μέρες ευτυχίας.
Εγώ νομίζω ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε το φακό της φωτογραφικής μηχανής, που είναι τα μάτια μας, να τα γυρίσουμε ξανά σε αυτά τα όμορφα τα πράγματα που ζούμε.
Δεν πειράζει που δεν υπάρχουν πολλά λεφτά.
Δεν υπήρχαν ποτέ.
Είναι αλλού.
Ο ελληνικός λαός, ο ψυχισμός του είναι καταπληκτικός. Δεν ΄΄μασάει΄΄.
Και εγώ έχω μία αίσθηση ότι ζούμε τόσα ωραία πράγματα, απλώς υπάρχει μια έμφαση, αυτή τη στιγμή, στο αδιέξοδο.
Πρέπει οπωσδήποτε οι θεατρικές παραστάσεις μια άμετρη βία και βωμολοχία.
Πρέπει οπωσδήποτε να σκεφτόμαστε όλη τη μέρα αυτό το ΄΄τραύμα΄΄ των Τεμπών.
Φυσικά έχει γίνει κάτι απαράδεκτο και συγκάλυψη.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό η ζωή.
Και το λέω και στα παιδιά όπου διδάσκω, στις Δραματικές Σχολές.
Ότι, δηλαδή, «Δεν θα είστε, από το πρωί μέχρι το βράδυ, να βλέπετε πως έγινε το μπάζωμα, ποιος νεκρός. Δεν είναι μόνο οι νεκροί. Ελάτε να τραγουδήσουμε για τους ζωντανούς, ελάτε να μυρίσουμε τα λουλούδια, ελάτε να δούμε τον ήλιο, ελάτε να φτιάξουμε ωραία Τέχνη».
Και μόνο έτσι θα σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
Με την έμφαση στα θετικά αφηγήματα.
Δεν μπορώ τη διαρκή ανακύκλωση του αδιεξόδου.
Μου φαίνεται σχεδόν μελετημένο από τα πάνω.
Ερώτηση: Η Τέχνη μπορεί να σώσει τον κόσμο;
Απάντηση: Η Τέχνη σίγουρα μπορεί να κάνει το κάθε ΄΄κλουβάκι΄΄ μας πιο υποφερτό.
Και, σίγουρα, μπορεί να ενισχύσει αυτό που λέει ο ποιητής, ότι «Δημιουργούμε ρωγμές στο τσιμέντο ή δημιουργούμε φωλιές νερού μέσα στις φλόγες».
Και η Τέχνη είναι τελικά αυτές οι μικρές ομάδες οι οποίες γράφουν τη δική τους ιστορία.
Και εκεί μέσα έρχονται και κουμπώνουν όλο και μεγαλύτεροι ομόκεντροι κύκλοι, που είναι το κοινό, και που δεν χρειάζεται να είναι 500.000 άνθρωποι.
Όπως εδώ, σήμερα, στην Καρδίτσα μας, ο μαέστρος, τα παιδιά.
Αυτά που, πως το λέει ο Χρόνης Μίσσιος;
Ότι το σύστημα δεν το πολεμάς όλο μαζί.
Το σπας σε κομματάκια, λέει.
Αυτές οι μικρές ψηφίδες φέρνουν αλλαγή.
Και αν δεν δούμε τον κόσμο να αλλάζει, δεν πειράζει. Πάλι, να μην δυστυχούμε.
Ερώτηση: Επιστρέφοντας στον στίχο του Γιώργου Σεφέρη, εσείς προσωπικά, σε τι λέτε «λίγο ακόμα»;
Απάντηση: Τώρα μου ήρθε το εξής. Είχα τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου και, μετά από αυτό το πολύ ωραίο δεκαήμερο, γύρισα στους δρόμους της Καρδίτσας και πήρα φωτογραφίες. Τα περιστέρια, το ηλιοβασίλεμα, κάποιες λεπτομέρειες των σπιτιών.
Οπότε, για μένα, εντελώς προσωπικά, λίγη ακόμα Καρδίτσα στην Αθήνα.
Τις όμορφες στιγμές αυτές που θα λειτουργήσουν ως φάροι έμπνευσης για τη συνέχεια.
Άρα, σε αυτό που λέγαμε πριν, στα αφηγήματα του διεξόδου, και όχι του αδιεξόδου, αν επενδύουμε σε αυτές τις στιγμές της ευτυχίας, της εκπλήρωσης και της ανθρώπινης ζεστασιάς, αυτές οι ίδιες, μετά, στις δύσκολες στιγμές του εικοσιτετραώρου μας, θα λειτουργήσουν ως ανάταση.
Οπότε, λίγο ακόμα έμφαση σε αυτές.
Ερώτηση: Τι άλλο ετοιμάζετε καλλιτεχνικά για τη συνέχεια;
Απάντηση: Ετοιμάζω ένα καταπληκτικό «Πάρκο Σοκολάτας και Παγωτού». Ένα γλυκύτατο πράγμα.
Με προσέγγισε η ομάδα των Dream Workers και θα γίνει στο τεράστιο Πάρκο του Ελληνικού.
Ένα Πάρκο όπου θα έρχονται γονείς και παιδιά και θα υπάρχει διάδραση, θα μαθαίνουμε την ιστορία της σοκολάτας και από πού προέρχεται και πως ο Μέγας Αλέξανδρος δοκίμασε παγωτό και διάφορα άλλα τέτοια.
Οπότε, τώρα, δουλεύουμε αυτό, μια ομάδα δέκα υπέροχων παιδιών, με επικεφαλής τον Γιάννη Τσότσο.
Αυτό θα είναι μέχρι το τέλος του μήνα.
Τον επόμενο μήνα θα κάνω τη δεύτερη μου ταινία μικρού μήκους με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μαρία Παπαφωτίου.
Το γύρισμα θα γίνει εξολοκλήρου σε ένα λεωφορείο και είναι πάλι συνάντηση της παλιάς γενιάς με τη νεότερη και τι βγάζει αυτό σαν αποτέλεσμα.