Ειδήσεις

Ο ξένος – Διήγημα του Κώστα Βλάχου


Ώρες  ατέλειωτες  καθότανε τα πρωινά  σε ένα  τραπεζάκι  του καφενείου  ενός μικρού χωριού ένας γέρος επισκέπτης , παρατηρεί , αλλά σε κανένα δεν ομιλεί .Μόνο ο μαγαζάτορας που και που τον ρωτάει για να μάθει από που κρατάει , αλλά και σε αυτόν δεν απαντάει.  Ακούει  την τουρκοπούλα  να κελαηδεί και το μυαλό του ταξιδεύει ,δείχνει   να  τον ευχαριστεί.  Φωνάζει  τον μαγαζάτορα και τον ρωτάει.

-Η τουρκοπούλα  είναι πολύ καλή ,την αγόρασες ;

-Όχι  ,μας τις δίνουν πιτσιρικάδες ,τις πιάνουν στο χωριό.

-Με ξόβεργες ;

– Ναι , είσαι γνώστης βλέπω.

-Θυμάμαι από παλιά.

Το βράδι  πάλι πιάνει ένα απόμερο τραπεζάκι , κάθεται μοναχός ,πίνει σε κάνα  δυο ώρες  ένα-δυο  τσιπουράκια  και παίρνει το δρόμο της επιστροφής  για την κοντινή πόλη  όπου  ακούστηκε πως μένει σε κάποιο  ξενοδοχείο.

Μια βραδιά στα κλεφτά επισκέφτηκε το νεκροταφείο. Μόλις αντίκρυσε τη μικρή εκκλησία  η συγκίνηση ήταν μεγάλη, είχε και ο ίδιος βοηθήσει να κτισθεί. Θέλησε να γονατίσει να προσευχηθεί, αλλά φοβήθηκε μην δεν μπορέσει να ανασηκωθεί. Όμως το τόλμησε και από την συγκίνηση   τα πόδια δεν τον κράτησαν ,ξάπλωσε στο χώμα. Προσπάθησε να σηκωθεί μα δεν μπορούσε. Τότε ένα χέρι του έδωσε βοήθεια, ήταν η μάνα του που κείτονταν εκεί. Σηκώθηκε και έψαξε τον τάφο της γυναίκας του να βρει.

Άκουσε τη φωνή της να του λέει . Πήγαινε να βοηθήσεις  τον Κοσμά , δεν έχει άλλον στη ζωή.

Κάποιο βράδι ένας κάτοικος μπήκε στον πειρασμό και τον πλησίασε.

επειδή  είχε ήδη πιει και λίγο ζαλισθεί.

Προσφέρθηκε να  προσφέρει στο ξένο  ένα  ποτό ,όμως  εκείνος       ευγενικά αρνήθηκε ,δεν ήθελε το όριο να υπερβεί.

-Μας βασανίζεις του είπε , είμαστε  χωρικοί και περίεργοι μαζί , δεν είμαστε αδιάφοροι για το συμβαίνει γύρω μας όπως συμβαίνει στις μεγαλουπόλεις. Μας φαίνεται περίεργο που κάθε μέρα έρχεσαι εδώ, ενώ στη πόλη υπάρχουν πολλά και καλλίτερα  καφενεία από ότι εδώ.

Και  το πιο περίεργο είναι ότι στο δρόμο τα σκυλιά δεν σε γαβγίζουν όπως κάνουν  σε κάθε ξένο περαστικό.

-Πολύ απλό, δεν χρειάζεται μυαλό ,μου αρέσει εδώ. Η παρουσία μου εδώ δεν θα κρατήσει για καιρό, ένα μήνα το πολύ. Τι  διαισθάνονται τα σκυλιά , δεν μπορώ   να το γνωρίζω ούτε εγώ.

  • Να σε κεράσω εγώ ένα ποτό;
  • Ευχαριστώ.
  • Μπορείς να καλέσεις στο τραπέζι και τον κύριο που κάθεται εκεί ;
  • Βεβαίως  ,φίλος μου είναι ,τον κάλεσε και ήρθε στη στιγμή.
  • Είπανε για το χωριό ,για τις δουλειές τις καλλιέργειες , για γενικά πράγματα .Έκαναν παρέα σχεδόν για δέκα βραδιές. Μια βραδιά δήλωσε πως δεν αισθανότανε καλά και ζήτησε από  τον ένα να τον μεταφέρει στο χωριό. Του είπε πως θα πληρωθεί καλά. Την ίδια στιγμή κάλεσε τον μαγαζάτορα και του είπε κρυφά..
  • Πάρε αυτά τα λεφτά και σε λίγες μέρες  θα κεράσεις από μένα όλο το χωριό. Από τη μέρα εκείνη θα μείνω μόνιμα εδώ.

Ο νέος που θα τον πήγαινε στη πόλη του είπε. Δεν  θέλω λεφτά ,αυτό δεν είναι δουλειά ,είναι βοήθεια σε  συνάνθρωπο.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και  κίνησαν για την πόλη. Έφτασαν στο ξενοδοχείο, τον βοήθησε να κατεβεί  και μόλις μπήκαν μέσα ο γέρος του  είπε.

-θα  κανονίσεις με τον κύριο εκεί.

-Να κανονίσω τι ;

-Θα σου πει.

Του συστήθηκε σαν συμβολαιογράφος και τον παρακάλεσε να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις

-Κατ’ αρχάς θέλω να  μου πεις το όνομα σου.

– Κοσμάς  καλός.

-Ο πατέρας σου ζει;

-Είμαι  τριάντα εννιά  χρονών αλλά δεν τον έχω δει ποτέ μου. Έφυγε , άγνωστο για που λίγο πριν γεννηθώ .

-Θέλω να διαβάσεις αυτά τα έγγραφα. αυτός που έφερες εδώ είναι ο πατέρας σου. Είναι η διαθήκη του. Είχε  εργοστάσιο και το πούλησε  γιατί  δεν ήθελε να φύγεις και εσύ. Κληρονομείς  τετρακόσια  εκατομμύρια  δολάρια  Αυστραλίας . Ζητάει μόνο να τον θάψεις στο χωριό ,οι μέρες του είναι μετρημένες.,

Ξέχασα  , δεν έχεις σχέση με αυτό  ,αλλά άφησε ένα σημαντικό ποσό  για τα ορφανά του χωριού , μέχρι και  για τις σπουδές τους.

-Μεγαλείο ανθρωπιάς  , ο ίδιος πως ζούσε , τον γνώριζες ;

-Πολύ καλά ,  αλλά απομονωμένος ,  δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω , του  είχαν θολώσει τα μυαλά .

-Μα γιατί δεν ήρθε τόσα  χρόνια να με δει.

-Ήταν φτωχό παιδί  και από το χρήμα είχε τυφλωθεί. Έδινε εντολές και υπάκουγαν όλοι όπως  οι αυλικοί. Ώσπου μια  μέρα  ένας εργάτης του  που ήταν τελειόφοιτος ιατρικής του είπε΄

-Κύριε έχετε πρόβλημα υγείας σοβαρό.

-Τον άκουσε ;

-Όχι τον απέλυσε.

Όμως σε λίγες μέρες  αφυπνίστηκε για τα καλά ,όταν του είπαν πως τα εγκόσμια σύντομα αποχαιρετά. Τότε θυμήθηκε το χωριό, τη μάνα, τη γυναίκα ,το γιο τον ίδιο του τον εαυτό.

-Θα ανέβω να τον δω. Ανέβηκε τρέχοντας ,αλλά  τον βρήκε νεκρό.

Στη  κηδεία παραβρέθηκε σχεδόν όλο το χωριό .Στο καφενείο προσφέρθηκε  ύστερα από εντολή του γιου, φαγητό και ποτό. Κάποια στιγμή ο γιος  πήγε να πληρώσει το λογαριασμό.

-Δικαιούσαι και ρέστα διακόσια ευρώ.

-Μα  δεν σου έδωσα κάτι.

-Τα πλήρωσε πριν πεθάνει ο πατέρας σου.

-Τότε δώστα εσύ όπου νομίζεις. Στο μέλλον και εγώ ανήμπορους θα βοηθώ.

 

Προηγούμενο άρθρο ΣΘΕΒ: Μια μοναδική ευκαιρία για νέες Ευκαιρίες Δικτύωσης
Επόμενο άρθρο ΑΣΚ: Ξεκινά η προπώληση των εισιτηρίων για τον αγώνα με το Μαρούσι