Ο αντιπεριφερειάρχης Καρδίτσας μίλησε για τη ζωή και το έργο του Ν. Πλαστήρα


Με την παρουσία πλήθους Καρδιτσιωτών καθώς και αρκετών Θεσσαλών πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της Κυριακής στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών επιμνημόσυνη δέηση για τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδας Σεραφείμ και για τον Στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα.

Στην εκδήλωση την οποία διοργάνωσε ο δραστήριος σύλλογος  των Απανταχού Καρδιτσιωτών παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων ο πρώην πρόεδρος της βουλής Δ. Σιούφας και οι βουλευτές  Ασημίνα Σκόνδρα, Σπύρος Ταλιαδούρος και Γεώργιος Αναγνωστόπουλος. Κεντρικός ομιλητής για τη ζωή και το έργο του Νικολάου Πλαστήρα ήταν ο αντιπεριφερειάρχης Καρδίτσας κ. Βασίλης Τσιάκος.

Ο Αντιπεριφερειάρχης στην ομιλία του για τον Μαύρο Καβαλάρη υπογράμμισε μεταξύ άλλων:

Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που βρίσκομαι σήμερα ανάμεσα σε συμπατριώτες και καλούς φίλους για να παραστώ σε αυτή την όμορφη εκδήλωση. Συνάμα αποτελεί τιμή για μένα η πρόσκληση  να μιλήσω για ένα μεγάλο Καρδιτσιώτη, για ένα μεγάλο Έλληνα. Τον Νικόλαο Πλαστήρα. Τον άνθρωπο που ξεκίνησε από τον ταπεινό τόπο καταγωγής του το Μορφοβούνι της Καρδίτσας και διέπρεψε στον στρατιωτικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα με τη γενναιότητα, την εξυπνάδα, τον ακέραιο χαρακτήρα του, τις μεγάλες του ικανότητες. Τον άνθρωπο που όσο χρόνια και αν περάσουν από το θάνατο του, η πατρίδα θα του χρωστά αιώνια ευγνωμοσύνη για τις υπηρεσίες του. Τον άνθρωπο που γεννήθηκε από φτωχική οικογένεια διέγραψε κατά τον βίο του μια τόσο έντονη ζωή φτάνοντας μέχρι τα ανώτατα στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα και πέθανε φτωχότερος από ότι γεννήθηκε. Για αυτόν τον μεγάλο άντρα ότι και να πει κανείς είναι λίγο. Λέω μόνο ότι είναι τιμή για όλους εμάς που είμαστε συμπατριώτες του το γεγονός ότι έχουμε την ίδια ρίζα καταγωγής.

Θα ήθελα να σταθώ επιγραμματικά σε μια σύντομη αναφορά στη ζωή και του έργου του μεγάλου Καρδιτσιώτη έτσι όπως αυτή έχει καταγραφεί σε πληθώρα ιστορικών αναφορών και πηγών τις οποίες αναζήτησα σε διάφορα βιβλία αλλά και στο διαδίκτυο.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας έγινε γνωστός για την στρατιωτική του δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την Μικρασιατική εκστρατεία. Επίσης  κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1951-1952.

Γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη, και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1883. Κατατάχθηκε στον στρατό τον Δεκέμβριο του 1903.  Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα.  Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λάρισα. Διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης. Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα. Στην περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης και συμμετείχε σ΄ αυτό. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και προάχθηκε σε ταγματάρχη. Επίσης, ορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής στη Χίο. Στην μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη “επ’ ανδραγαθία” σε αντισυνταγματάρχη. Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων, όπου μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στην Σμύρνη.

Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων είχε ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας.

Στην Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους αντιπάλους που τον ονόμασαν «καρά-πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 σύνταγμα ευζώνων έγινε γνωστό ως «σεϊτάν ασκέρ» (στρατός του διαβόλου). Κατά την προέλαση, έφτασε μέχρι το Καλέ-Γρότσο, πέρα από τον Σαγγάριο. Αναφέρεται ότι τις νύχτες έμενε μόνος του ως σκοπός για να ξεκουράζονται οι άντρες του, και κοιμόταν έφιππος κατά την πορεία της επόμενης ημέρας. Κατά την κατάρρευση του μετώπου ο Πλαστήρας κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας τακτικά, μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την καθυστέρηση που προέβαλε στην επέλαση του εχθρού έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν, σώζοντάς τους από τους Τούρκους. Για την πράξη του αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους πρόσφυγες, στο σημείο να βαφτίζουν τα παιδιά τους με το όνομα του.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Eπανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής από όπου απέκτησε και το προσωνύμιο ‘Αρχηγός’. Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β’ και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει σ´ αυτήν. Με τη φροντίδα του περιθάλφθηκαν και στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, και με νομοθετικό διάταγμα, έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών, στους ακτήμονες. Χάρη σ´ αυτόν αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική καταστροφή.

Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ’ Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδος». Αναχώρησε και έζησε για λόγους υγείας στην Ευρώπη ενώ το 1925 εξορίστηκε στην Γαλλία από την δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου μετά από προσπάθειά του να τον ανατρέψει.

Toν Σεπτέμβριο του 1937, ο Πλαστήρας άρχισε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος του Μεταξά, και έγινε Πρόεδρος της Αντιδικτατορικής Επιτροπής, με μέλη μεταξύ άλλων τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, και τον Κομνηνό Πυρομάγλου. Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945.  Στη συνέχεια o Ν. Πλαστήρας, μετά την παραίτησή του, παρέμεινε στην Ελλάδα ασχολούμενος με την πολιτική.

Μετά την λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο 1950-1952 που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα». Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες κλπ. Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Επί των κυβερνήσεών του η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ.

Η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί και πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953. Στην κηδεία του δόθηκε επίσημος χαρακτήρας και παραβρέθηκαν ο βασιλιάς, όλος ο πολιτικός κόσμος και άνθρωποι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα ασύνηθες για την τότε ελληνική πραγματικότητα. Ο Πλαστήρας θεωρείται ότι ήταν ικανότατος στρατιωτικός, τίμιος πολιτικός και υπόδειγμα ανθρώπου, και αγαπήθηκε πολύ από τον λαό. Γεγονότα που τον χαρακτήρισαν ήταν η διακριτική προσφορά του μισθού του σε φτωχούς, η άρνησή του να «βολέψει» από την θέση του τον άνεργο αδερφό του και το ότι πέθανε και ο ίδιος χωρίς ποτέ να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία.

Και θα ήθελα να κλείσω αυτή την αναφορά μου για τον Νικόλαο Πλαστήρα με κάποιες μαρτυρίες και διηγήσεις που έχουν καταγραφεί για τον χαρακτήρα αυτού του μεγάλου Καρδιτσιώτη, αυτού του μεγάλου Έλληνα:

Ο αείμνηστος Ανδρέας Ιωσήφ – πιστός φίλος του – αναφέρει:

Ο στρατηγός είχε απαγορεύσει στους δικούς του να χρησιμοποιούν το όνομα “Πλαστήρας” όπου κι αν πήγαιναν. Ο αδελφός του ήταν άνεργος. Το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό κι εκείνος έκανε αίτηση. Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρώτησε πώς λέγεται: Κι επειδή αυτός δίσταζε να πει το όνομά του, ενθυμούμενος την εντολή του στρατηγού, τον ξαναρώτησε και δυο και τρεις φορές, ώσπου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τον λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζήτησε να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού η αίτηση, ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε κι αφού τον κάλεσε αμέσως στο σπίτι του τον επέπληξε και του απαγόρευσε να αναλάβει αυτή την εργασία λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου».

Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος -έπασχε από φυματίωση – κι έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι όμως ο ίδιος αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».

Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα. Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της ασθένειας του κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι κάνω; Σκάβω για να καλοτρώγω;».

Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό:

Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο κύριος πρωθυπουργός Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»

Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσκισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.

Ο Δημήτρης Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι αφού ο στρατηγός κάλεσε τον φίλο του Ανδρέα του λέει:

– Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω.

– Μα θα προσβληθεί.

– Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!

Το 1952, πρωθυπουργός ακόμη ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μία μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε με οικειότητα: «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ».

Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω:

Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».

Όταν πέθανε ο Πλαστήρας τον έντυσαν με νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά.

Αυτός ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας έτσι όπως τον έχει καταγράψει η ιστορία και οι διηγήσεις των ανθρώπων που σώζονται έως σήμερα. Ότι και να πει κάποιος για αυτόν τον άγιο της πολιτικής είναι λίγο. Διδασκόμαστε από τις πράξεις του, διδασκόμαστε από τον τρόπο που έζησε τη λιτή σε υλικά αγαθά αλλά πλούσια σε εμπειρίες ζωή του. Είμαστε περήφανοι που είμαστε συμπατριώτες του. Θα τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας αυτόν τον μεγάλο Έλληνα, τον άξιο της Πατρίδος. Είμαι βέβαιος πως η ιστορία έχει φυλάξει τις χρυσές σελίδες της για να καταγράψει τη ζωή και το έργο του. Αιωνία του η μνήμη.

 

Προηγούμενο άρθρο Πρωταγωνιστές των εορταστικών εκδηλώσεων τα παιδιά
Επόμενο άρθρο Κώστας Τσιάρας : Εντολή συναίνεσης και ανάκαμψης