Σπ. Ταλιαδούρος: «To σχέδιο νόμου της Κυβέρνησης για τα Α.Ε.Ι. δεν είναι ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο


Ο Βουλευτής, τ. Υφυπουργός Παιδείας και Αναπληρωτής Τομεάρχης του Τομέα Παιδείας της Ν.Δ., κ. Σπύρος Ταλιαδούρος, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την ανώτατη εκπαίδευση στην Βουλή, επεσήμανε, ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ., ότι το σχέδιο νόμου δεν είναι ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο και οδηγεί τα Ιδρύματα σε αναστάτωση.

Ειδικότερα, η τοποθέτηση του κ. Ταλιαδούρου έχει ως εξής:

 “Εμείς είμαστε υπέρ της αριστείας, της διεθνοποίησης και της αξιολόγησης και της κοινωνικής λογοδοσίας των ελληνικών Α.Ε.Ι. Στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης πρέπει να εξαλειφθούν οι αγκυλώσεις και οι παθογένειες και να δοθεί έμφαση στην διεπιστημονικότητα και την επιστημονική καινοτομία, ώστε να συνεχιστεί η πορεία αναβάθμισης των Ιδρυμάτων μας.

Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε και η μεγάλη προσπάθεια που έγινε από το 2004 έως και το 2009 στoν τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η μεγάλη αυτή προσπάθεια που έγινε από τη Νέα Δημοκρατία για την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης πρέπει να αξιοποιηθεί και να συνεχιστεί. Σήμερα εκείνο που κυρίως χρειάζεται είναι η αξιοποίηση όλων των σημαντικών θεσμών που για πρώτη φορά θεσπίστηκαν με στόχο την βελτίωση και την διόρθωσή τους, όπου αυτό χρειάζεται, αξιοποιώντας την εμπειρία του παρελθόντος. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι να προχωρήσει η εφαρμογή των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων της Νέας Δημοκρατίας στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης. Ειδικότερα, την περίοδο 2004-2009 συντελέστηκε ένα πολυμερές και πολυδιάστατο έργο, το οποίο αφενός αποσκοπούσε στην επίλυση και διευθέτηση των σοβαρών εκκρεμοτήτων του παρελθόντος και αφετέρου στο να θέσει τις βάσεις για την αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης, προκειμένου τα Α.Ε.Ι. της χώρας μας να καταστούν ισότιμα μέρη του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και του διεθνούς ακαδημαϊκού γίγνεσθαι.

          Δυστυχώς όμως η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν συνέχισε την μεγάλη προσπάθεια για την αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης που έγινε από τη Νέα Δημοκρατία, το έτος 1992 με Υπουργό τον κ. Σουφλιά και το έτος 2007 με Υπουργό την κα Γιαννάκου, αλλά με την πολιτική της δημιούργησε σοβαρά προβλήματα και καθυστερήσεις στα Α.Ε.Ι. της χώρας μας, οδηγώντας τα στην απαξίωση. Και όχι μόνο αυτό αλλά η Κυβέρνηση προβαίνει σε δυσφήμηση των Α.Ε.Ι. της χώρας μας, απαξιώνοντας και μηδενίζοντας συνολικά την ακαδημαϊκή κοινότητα, όπως προκύπτει από την παραδοχή του Πρωθυπουργού ότι «τα Πανεπιστήμιά μας είναι Β κατηγορίας». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τρία ελληνικά Πανεπιστήμια βρίσκονται μέσα στην λίστα με τα 500 καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου. Συγκεκριμένα, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο έχει καταταγεί 10ο μεταξύ των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και 17ο μεταξύ των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων. Ακόμη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα εληνικά Α.Ε.Ι. είναι εκείνα που παράγουν το 75% του ερευνητικού προϊόντος στην Ελλάδα ενώ  στις τάξεις τους υπάρχουν καθηγητές με διεθνείς αναγνωρίσεις και διακρίσεις. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στους καθηγητές των ελληνικών Α.Ε.Ι. και να μην παραβλέπουμε τον σημαντικό ρόλο που επιτελούν τα ελληνικά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ.

         Είναι σαφές ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα τα προβλήματα στην ανώτατη εκπαίδευση και να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές, προς την κατεύθυνση της περαιτέρω βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου και της ποιότητας της προσφερόμενης εκπαίδευσης, ώστε να εξασφαλιστεί το άνοιγμα των Α.Ε.Ι. της χώρας μας στην κοινωνία και την οικονομία, η διεθνοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και η ουσιαστική και αποδοτική αξιολόγησή τους. Τα ελληνικά Α.Ε.Ι. χρειάζονται ρυθμίσεις που θα θωρακίζουν και δεν θα αποδομούν το δημόσια και ακαδημαϊκό χαρακτήρα τους. Οι βασικοί μας άξονες είναι οι εξής:

    -Η Ανώτατη Εκπαίδευση αποτελεί πολύτιμο δημόσιο αγαθό και πρέπει να διαφυλαχθεί η αυτοδιοίκηση των Α.Ε.Ι..

   -Πρέπει να αναπτυχθεί η σχέση εμπιστοσύνης των Α.Ε.Ι. με την κοινωνία και να εφαρμοστούν οι αρχές της κοινωνικής λογοδοσίας.

  -Η διοίκηση των ελληνικών Α.Ε.Ι.  πρέπει να γίνεται με στόχο την αναβάθμιση του επιπέδου σπουδών καθώς και την εξυπηρέτηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος.

          Η μεταρρύθμιση στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, προς την κατεύθυνση της περαιτέρω αναβάθμισης της ποιότητας σπουδών που προσφέρουν τα Α.Ε.Ι., είναι πράγματι αναγκαία. Για να επιτύχει όμως και να εφαρμοστεί πρέπει να είναι μεν ριζική αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστική και εφαρμόσιμη, ειδάλλως κινδυνεύει να μείνει στα χαρτιά, προκαλώντας αναστάτωση στον χώρο των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι..

Το Υπουργείο Παιδείας προωθεί προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο, χωρίς να έχει προηγηθεί  διεξοδική και ουσιαστική διαβούλευση με την ακαδημαϊκή κοινότητα καθώς και στο πλαίσιο του ΣΑΠΕ/ΣΑΤΕ. Μεταρρύθμιση όμως δεν είναι δυνατή χωρίς τη σύμπραξη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το σχέδιο νόμου μοιάζει να αντιμετωπίζει τα ελληνικά πανεπιστήμια ως θεσμούς μιας «νεόκοπης» χώρας που για πρώτη φορά ιδρύει πανεπιστήμια. Παραβλέπει όλες τις υφιστάμενες δομές λειτουργίας των πανεπιστημίων και «κτίζει» τα πάντα από την αρχή σαν να νομοθετεί σε θεσμικό κενό. Το νομοσχέδιο που προωθείται προς ψήφιση έχει δημιουργήσει αναστάτωση στα Α.Ε.Ι. της χώρας μας καθώς πολλές από τις ρυθμίσεις του  θα προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία των Ιδρυμάτων και εγείρουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που στερείται ακαδημαϊκού οράματος και εξαντλείται σε σειρά αποσπασματικών ρυθμίσεων, αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες των Ιδρυμάτων και υποβαθμίζοντας την ποιότητα σπουδών. Είναι στην ουσία μια προσπάθεια της Κυβέρνησης να μετατεθούν τα προβλήματα χρηματοδότησης και στρατηγικής των Α.Ε.Ι. στα ίδια τα ιδρύματα αποκλειστικά. Χωρίς όμως να εξασφαλίζει τα αυτονόητα και προαπαιτούμενα, δηλαδή την εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας, το επαρκές ύψος της χρηματοδότησης για τα επόμενα έτη και την ενίσχυσή τους με  τους ήδη εκλεγμένους επιστήμονες.

Εμείς είμαστε αντίθετοι:

-Στην κατεδάφιση των πάντων και στην αποδόμηση του αυτοδιοίκητου των Α.Ε.Ι..

-Στον ρόλο και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου, ως οργάνου διοίκησης.

-Στην μη εκλογή των πρυτανικών αρχών από τον φυσικό τους χώρο, δηλαδή την ακαδημαϊκή κοινότητα.

-Στην κατάργηση του Τμήματος ως βασικής ακαδημαϊκής μονάδας.

-Στην μείωση της διάρκειας σπουδών.

-Στην υποβάθμιση των ΤΕΙ με την κατάργηση των ερευνητικών εργαστηρίων και τη μη δυνατότητα εκπόνησης , υπό προϋποθέσεις, προγραμμάτων διδακτορικών σπουδών.

-Στις μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες δεν δίνουν τον απαραίτητο χρόνο για τη μετάβαση στο νέο καθεστώς.

-Στις 7μελείς επιτροπές για την εκλογή Καθηγητών και την κατάργηση των 30μελών εκλεκτορικών σωμάτων με συμμετοχή και εξωτερικών, καθώς με τον τρόπο αυτό δεν εξασφαλίζεται η έλλειψη εξαρτήσεων και φαινομένων διαπλοκής.”

Προηγούμενο άρθρο Κ. Καρδαράς: Απόφαση της γενικής συνέλευσης του πανελλήνιου ιατρικού συλλόγου
Επόμενο άρθρο Ολοκληρώθηκαν οι εκδηλώσεις στον Ελληνόπυργο