Ανεπανάληπτα και μοναδικά ήθη και έθιμα των Βαΐων και της Μ. Εβδομάδας στο Μετόχι του Αγίου Σεραφείμ Καρδίτσας


Μετά τα κάλαντα και τις φιλανθρωπικές κινήσεις κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου στο Ιερόν Μετόχιον του Αγίου Σεραφείμ, στο μικρό, φιλόξενο, περιτέχνως και επιμελώς, διακοσμημένο και περιστόλιστο αλλά και ενεργό αυτό ναό για τα οποία έγινε λόγος σε προηγούμενο άρθρο των ημερών των Θεοφανείων τόσο από τον γράφοντα όσο και από τον φοιτητή της Νομικής Σχολής Αθηνών, κ. Γ. Ζ., νέες εθιμικές κινήσεις έλαβαν και θα λάβουν χώραν κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών στο Μετόχι επ᾽ ονόματι του πολιούχου Αγίου μας, καθιστώντας το μοναδικό κέντρο διατήρησης, εισαγωγής, επιρροής και εκπομπής τόσο της αγιοπνευματκής παράδοσης όσο και της εθιμικής ζωής του Γένους μας.

Την Κυριακή των Βαΐων ο ιερέας του ως άνω ναού μοίρασε σταυρουδάκια πλεγμένα από τα φύλλα του φοίνικα, κατασκευασμένα και απεσταλμένα στην Ρόδο. Ως γνωστόν, τα σταυρουδάκια αυτά, πλεγμένα στο σχήμα του σταυρού, είναι ένα έθιμο των περιοχών της Δωδεκανήσου, των Ιονίων νήσων, του Αγίου Όρους,  του κλίματος του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, των παλαιφάτων Μονών ανά την Μεσόγειο, της Κύπρου και ορισμένων, ακόμη, αστικών κέντρων του καθ’ ημάς Ελληνισμού. Τα σταυρουδάκια αυτά είναι κατασκευασμένα από τα “βάϊα των φοινίκωνʺ, από φύλλα φοινικιάς, και τα οποία συμβολίζουν τα κομμάτια φοινίκων, που έκοβαν και έστρωναν οι Ισραηλίτες κατά την είσοδο του Χριστού ως βασιλέα – Μεσσία στην πόλη των Ιεροσολύμων «επί πώλου όνου» κατά την Κυριακή πριν το Πάθος.

Μία δεύτερη κίνηση, με φιλανθρωπικό σκοπό δια την ανακούφιση των αναξιοπαθούντων αδελφών μας και με συγκινητικό χαρακτήρα, που πραγματοποιήθηκε, ήταν η απόδοση του ποιητικού κειμένου, γνωστού ως «Μοιρολό(γ)ι της Παναγίας», την Μ. Πέμπτη κατά τη στιγμή πριν από την απόλυση του όρθρου της Μ. Παρασκευής από τα παιδιά του ιερού Βήματος και των συναντήσεων για πρώτη φορά και για τη διατήρηση της παράδοσης, αφού είναι πασιφανές και η ύπαρξη και αυτής της εθιμικής πράξης γύρω από το σταυρό όλη τη νύκτα καθώς κατά τη διάρκεια του στολισμού του Επιταφίου, κατά τις πρωινές ώρες και στην πόλη της Καρδίτσας, όπως και κατά τη στιγμή πριν από το τέλος της μεταμεσονύκτιας προσευχής το βράδυ της Μ. Πέμπτης, με την απόδοσή του, εντόνως συναισθηματικά, φορτισμένου «τραγουδιού», με αναμμένες λαμπάδες και κεράκια. Την προσευχή, που είναι ο κανόνας προς τον Εσταυρωμένο Χριστό, με στιγμή τήρηση σιγής, τέλεσε ο υπεύθυνος του Μετοχίου και κήρυκας του Θείου Λόγου, π. Κύριλλος Κουκόσιας, ιερομόναχος της Ιεράς Μονής, ο οποίος προσκαλεί, πάντοτε, τον καθένα από μας να έρθει ξεχωριστά για μια μοναδική στιγμή προσευχής, για τη βίωση μιας ανεπανάληπτης εμπειρίας μιας μοναδικής στιγμής

Τρίτη κίνηση είναι η πράξη που γίνεται εδώ και κάποια χρόνια και θα γίνει και φέτος το πρωί του Μ. Σαββάτου, κατά τον Όρθρο του Μ. Σαββάτου και κατά την ώρα που ο ιερές σκορπά τα σύμβολα της νίκης, τις δάφνες, στο ναό με τον έντονο θόρυβο και κρότο από το χτύπημα των στασιδίων και των μεταλλικών αντικειμένων από τα παιδιά του Ι. Βήματος και των νεανικών συντροφιών, συμβολίζοντας το θόρυβο και τον κρότο από το άνοιγμα των θυρών του Άδου και των σπάσιμο των αλυσίδων των δεσμών των πρωτοπλάστων, που γίνεται, με την είσοδο του Κυρίου μας στον Άδη.

Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα, ανεπανάληπτα, στο Μετόχι του Αγίου Σεραφείμ για άλλη μία χρονιά, με τις ευχές του αγίου Καθηγουμένου και της εν Χριστώ αδελφότητας της σεβασμίας και Ιεράς Μονής της Κρυεράς Πηγής ή Κρύας Βρύσης, της επικαλουμένης της Κορώνας ή Κορώνης.

Παρακάτω παρατίθενται τα ποιητικά κείμενα του «Μοιρολογιού της Παναγίας», τα οποία απέδωσαν τα παιδιά των νεανικών συντροφιών και του ιερού βήματος. Το πρώτο είναι μια διασκευή του γνωστού ποιητικού κειμένου από πολλές περιοχές του Ελληνισμού, όπως από τη Θεσσαλία, τα νησιά των Δωδεκανήσων, της Κύπρου, από τον κ. Παναγιώτη Τόλια, όπως και ο τρόπος της μουσικής επιτέλεσης των ποιητικών κειμένων. Το δεύτερο είναι μια παραλλαγή του τραγουδιού – «καλάντου», το οποίο έλεγαν και τα αγόρια το πρωί της Μ. Πέμπτης ή Παρασκευής στην περιοχή της Καρδίτσας, σε καταγραφή των κ. Κωνσταντίνου Πεσλή και κ. Παναγιώτη Τόλια από την κα Δήμητρα Τόλια – Ρέππα, με καταγωγή από το Ριζοβούνι(π. Ριζάβα) Καρδίτσας. Το τρίτο είναι μια παραλλαγή, που ενδημεί σε πολλές περιοχές του Ελληνισμού, όπως για παράδειγμα στην περιοχή της Μάνης, που αναφέρεται σε μία φανταστική συνάντηση της μάνας του Χριστού με τη μάνα του Ιούδα, που θρηνεί για την θλιβερή κατάσταση του γιου της, και το καταφύγιο, που της προσφέρει η Παναγία τη δύσκολη εκείνη νύχτα, και το οποίο, όπως και τα προηγούμενα τα ψάλλουν έμπροσθεν του Εσταυρωμένου Κυρίου μας,

 

1.

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι εβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι

για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων(ή -α) βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της.

Φωνή εξήλθε εξ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:

– Φτάνουν, κυρά μου, οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες

και τον Υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε.

Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε

και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.

Χαλκιά – χαλκιά φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.

Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.

– Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια

το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του

να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη

σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο

για να της έρθει ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι όταν της ήρθε ο λογισμός κι όταν της ήρθε ο νους της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,

ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για τον μονογενή της.

– Μην σφάζεσαι, μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες.

Μην καίγεσαι, μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, κυρά μου, υπομονή λάβε κυρά μου ανέση.

– Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,

που έχω Υιό μονογενή κι εκείνον σταυρωμένον;

Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα

επήραν το στρατί – στρατί, στρατί το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.

Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου

κι η πόρτα από τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηρούν δεξιά, τηρούν ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζουν,

τηρούν αυτές δεξιότερα βλέπουν τον Αϊ-Γιάννη.

– Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου

μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;

Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χειροπάλαμα για να σου τον εδείξω.

Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

οπού φορεί στην κεφαλή αγκαθινό στεφάνι;

Αυτός είναι ο γιόκας σου και ο διδάσκαλος μου.

Κι η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

– Δεν μου μιλάς, παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;

– Τι να σου πω, μανούλα μου, τι να σου ομολογήσω;

Ήτανε θέλημα Θεού, βούληση του Πατέρα,

μόνο το Μέγα Σάββατο κατά το μεσονύχτι,

όταν λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες

κι ανάψουνε στις εκκλησιές ολόχρυσες λαμπάδες,

τότε κι εσύ μανούλα μου να ΄χεις χαρές μεγάλες.

 

2.

Βλέπεις εκείνο το βουνό, που φαίνεται από πέρα,

έχει σταυρό σαν τον Χριστό, τον πάντα Βασιλέα.

Σύρε, μανούλα, στο καλό και στην καλή σου ώρα,

κι εμένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ,

όταν σημάνουν οι εκκλησιές και ψάλουν οι παπάδες,

τότε κι εσύ, μανούλα μου, να ΄χεις χαρές μεγάλες.

 

 

Με αργό το βήμα η Παναγιά, με αμέτρητο τον πόνο,

την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο,

τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο

και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.

Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος,

θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.

Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα αχάρα εκείνα μέρη,

και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει

τα λέει και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει

κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.

Πώς να μην κλάψει που ‘γινε για αυτήν σκοτάδι η μέρα;

Κ’ αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα.

 Και να που ακόμη μια φωνή την ερημιά ταράζει.

 Αχ,τι φωνή λυπητερή, Ποιος και γιατί στενάζει;

Ποιος σαν Αυτή άλλος πονεί και μοιρολόγια λέγει,

μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει;

Ναι, κάποια μάνα ναναι αυτή, που μονάχη στην άκρη

απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ

Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει

και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.

Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο

και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο

Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανέναν,

νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα,

που την ακούει, τραβά και πάει να την γνωρίσει

λόγια αγάπης να της πεί, να την παρηγορήσει.

Με ένα γλυκό χαμόγελο γεμάτο από συμπόνια,

Μη σέρνεσαι, καλή μου, εσύ εδώ εχάμω τώρα..

Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των εματιών σου,

είμαι κ’ εγώ, μην δέρνεσαι, ποιος ήταν, πες μου, ο γιός σου;

Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά με λύπη:

Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο, το παιδί μου.

Μόνο μια μανα μόνο αυτή, σε όλο τον κόσμο ξέρει

ποιο κοφτερό νιώθει(ί) βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι,

Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, παιδί μου σαν ζητιάνα,

αχ, κάλλιο να μην έσωνα, Θεέ, να γίνω μάνα.

Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει

 μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.

Τον εδικό της τον καϋμό ξεχνά την ώρα εκείνη

 και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει.

Σκύβει και την ασπάζεται, χαιδεύει τα μαλλιά της,

 και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της.

Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει,

 της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.

Έλα και μείνε σπίτι μου, την νύχτα να περάσεις,

εκεί και οι δυο τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε,

το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε.

Η μια στης άλλης το πλευρό, σκυφτές συλλογισμένες,

οι δυό μανάδες περπατούν αδελφοαγκαλιασμένες.

Ο Ιησούς που είχε πει: Αλλήλους ν’ Αγαπάτε!

 

 

Για την Ιερά Μονή

κ. Κωνσταντίνος Πεσλής. Αναγνώστης,

Ιστορικός – Λαογράφος – Συντηρητής έργων τέχνης και ζωγραφικής

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο Τσιμπημένη η τιμή του οβελία – Πόσο θα πληρώσουν οι Καρδιτισώτες το αρνί και το κατσίκι
Επόμενο άρθρο Περονόσπορος στις όψιμες καλλιέργειες σκόρδου στην Καρδίτσα